Μοναχικό ή κοσμικό Τυπικό;
Δημοσιεύτηκε: 28 Φεβ 2008, 11:57
Κατ' αρχήν αυτό το δίλημμα που πολλοί λειτουργιολόγοι έχουν θέσει, είναι τεχνητό και εκτός τόπου και χρόνου.
Στην ουσία δεν υπάρχει τέτοιο δίλημμα, γιατί εδώ και 1000+ χρόνια η Εκκλησία (οι ενορίες) ακολουθεί σε γενικές γραμμές το Τυπικόν της Μεγάλης Εκκλησίας που είναι το ισχύον σήμερα στις ενορίες.
Για την ιστορία, το ισχύον τυπικόν της Εκκλησίας (των ενοριών) είναι το Τυπικόν της Μεγάλης Εκκλησίας (του Βιολάκη που λέμε) από το 1888, και προ αυτού το Τυπικόν του Κωνσταντίνου (1835) και προ αυτού από τον 8ο-9ο αιώνα (μετά την εικονομαχία) το Τυπικόν της Μονής του Αγίου Σάββα. Το δε Τυπικόν του Κωνσταντίνου και του Βιολάκη είναι απλώς απλοποιημένες εκδόσεις του Τυπικού του Αγίου Σάββα (και αυτό μάλλον έγινε λόγω του ρεύματος εκκοσμίκευσης που είναι έκδηλο τους δύο τελευταίους αιώνες).
Ορισμένες αναφορές:
Τὸ Τυπικὸν τῆς Λαύρας τοῦ Ἁγίου Σάββα, ἤτοι τὸ ἱεροσολυμιτικὸν μοναστικὸν τυπικόν, ἐνωρίς εἶχε διαδοθῆ εἰς τὰς ἐκτὸς τῆς Παλαιστίνης μονάς, μετὰ δὲ τὴν Εἰκονομαχίαν ἐπεκράτησε βαθμιαίως καὶ εἰς τοὺς ἐνοριακοὺς ναοὺς τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς, ἀντικαταστῆσαν τὸ προηγουμένως ἰσχῦον εἰς αὐτούς τυπικὸν τῶν «ᾀσματικῶν ἀκολουθιῶν». Τὸ τελευταῖον διετηρήθη κατ’ ἐξαίρεσιν εἰς τὴν Ἁγίαν Σοφίαν τῆς Κωνσταντινουπόλεως μέχρι τῆς ἁλώσεως ἐκείνης ὑπὸ τῶν Λατίνων (ἔτος 1204) καὶ εἰς τὴν Ἁγίαν Σοφίαν τῆς Θεσσαλονίκης μέχρι τῶν χρόνων τοῦ ἀρχιεπισκόπου Συμεών (+1429) καὶ ἔτι βραδύτερον. [...]. Βλέπε Γεωργίου Γ. Μπεκατώρου, ἄρθρον «Τυπικόν», Θρησκευτικὴ καὶ Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία, τόμος 11ος, στήλαι 900-904, καὶ Ἰω. Φουντούλη, Τὸ λειτουργικὸν ἔργον Συμεὼν τοῦ Θεσσαλονίκης, Θεσ/νίκη 1966, σ. 145-159.
[Ἀρχιμ. Εἰρηναῖος Δεληδήμος, ΣΥΜΒΟΛΗ, τ. 7, σ. 9, ὑποσ. 2]
Τὸ Κοσμικὸ Τυπικὸ ἢ λεγόμενο ᾈσματικό, εἶχε προέλευση τὴν Ἀντιόχεια. Τὸ Μοναστηριακὸ Τυπικὸ σώζει τὴν Ἱεροσολυμιτικὴ παράδοση καὶ μάλιστα τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Σάββα. Καὶ τὰ δύο Τυπικά, τελικά, ἔχουν θετὴ πατρίδα τὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου δέχτηκαν εὐεργετικὲς ἐπιδράσεις, καὶ κυρίως στὴ μονὴ τοῦ Στουδίου. Τὸ Κοσμικὸ Τυπικὸ προέβλεπε μεγάλη χρήση τῶν ψαλμῶν, κατανεμημένων σὲ ἀντίφωνα, μὲ σύντομα ἢ καὶ λίγο ἐκτενέστερα ἐφύμνια τροπάρια ἀνὰ στίχο. Τὸ Μοναστηριακὸ Τυπικὸ περιλαμβάνει, ὡς πλουσιότερο, ἐκτὸς ἀπ’ τὶς δεήσεις, τὶς εὐχές, τοὺς ψαλμούς καὶ τὰ βιβλικὰ ἀναγνώσματα, πολλὰ καὶ ποικιλώνυμα τροπάρια, τὰ ὁποῖα κυρίως πληθύνθηκαν ἀπὸ λόγιους μοναχοὺς μετὰ τὸν θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας κατὰ τῶν Εἰκονομάχων. Ἀγαπήθηκαν πολύ καὶ ἐπικράτησαν καὶ συνέβαλαν στὸν μαρασμὸ τοῦ Κοσμικοῦ Τυπικοῦ, τὸ ὁποῖο ἀπ’τὴν Φραγκοκρατία καὶ μετὰ σχεδὸν λησμονήθηκε.
[Γρ. Στάθης, Πρακτικά Α’ Ψαλτικοῦ Συνεδρίου, σ. 74-75.]
[...] Στοὺς αἰῶνες ποὺ ἀκολούθησαν καὶ μέχρι τὴν ἐποχὴ τῶν εἰκονομαχικῶν ἐρίδων (727-843), συνετελέσθη ἕνας ἀλληλοδανεισμὸς κοσμικῶν καὶ μοναστηριακῶν τυπικῶν στοιχείων. Ἡ εἰκονομαχία ὅπως ἦταν φυσικό, εἶχε ἀντίκτυπο καὶ στὴ θεία λατρεία. Ἡ ἄρρηκτη σχέση της μὲ τὸ χῶρο τελέσεώς της, τὸ ναό, συνέβαλε στὴν ἀποδυνάμωσή της, ἰδιαίτερα στοὺς ἐνοριακοὺς ναοὺς τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Τὰ μοναστήρια ὅμως, ὡς νέες Θερμοπύλες τότε, διεξήγαγαν μὲ ἀρκετὲς θυσίες τὸν ἀγώνα ἐναντίον τῶν εἰκονομάχων, οἱ δὲ μοναχοὶ κατάφεραν νὰ διατηρήσουν μὲ ἀξιοζήλευτη εὐαισθησία τὴ λατρευτικὴ παράδοση. [...] Ἡ νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας τὸ ἔτος 843, ἦταν ἐπίτευγμα τῶν μοναχῶν. Οἱ ἀγῶνες τους ἀναγνωρίσθηκαν, ὁ μοναχισμὸς ἐνισχύθηκε καὶ τὰ μοναστήρια ἔγιναν τὰ «παντεπιστήμια» τῆς πατερικῆς πνευματικότητος. Στὴν συνείδηση τῶν λαϊκῶν, τὸ λατρευτικὸ πρόγραμμα τῶν μοναχῶν, κατανοήθηκε ὡς ἡ «ὀρθοδοξότερη» λατρευτικὴ ἐμπειρία, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν υἱοθέτηση καὶ ἀφομοίωση τῶν περισσοτέρων ἱδιαιτεροτήτων του ἀπὸ τὴν ἐνοριακὴ τυπικὴ πραγματικότητα.
[Δημ. Κ. Μπαλαγεώργος, Ἡ Ψαλτικὴ Παράδοση τῶν Ἀκολουθιῶν τοῦ Βυζαντινοῦ Κοσμικοῦ Τυπικοῦ (διδακτορικὴ διατριβή), Ἀθήνα 2001, σ. 96.]
Η προσωπική μου γνώμη:
Ας τηρούμε το ΤΜΕ το κατά δύναμιν.
και ας αφήσουμε τα τεχνητά διλήμματα σε αυτούς που τα δημιούργησαν.
Παναγιώτης.
Στην ουσία δεν υπάρχει τέτοιο δίλημμα, γιατί εδώ και 1000+ χρόνια η Εκκλησία (οι ενορίες) ακολουθεί σε γενικές γραμμές το Τυπικόν της Μεγάλης Εκκλησίας που είναι το ισχύον σήμερα στις ενορίες.
Για την ιστορία, το ισχύον τυπικόν της Εκκλησίας (των ενοριών) είναι το Τυπικόν της Μεγάλης Εκκλησίας (του Βιολάκη που λέμε) από το 1888, και προ αυτού το Τυπικόν του Κωνσταντίνου (1835) και προ αυτού από τον 8ο-9ο αιώνα (μετά την εικονομαχία) το Τυπικόν της Μονής του Αγίου Σάββα. Το δε Τυπικόν του Κωνσταντίνου και του Βιολάκη είναι απλώς απλοποιημένες εκδόσεις του Τυπικού του Αγίου Σάββα (και αυτό μάλλον έγινε λόγω του ρεύματος εκκοσμίκευσης που είναι έκδηλο τους δύο τελευταίους αιώνες).
Ορισμένες αναφορές:
Τὸ Τυπικὸν τῆς Λαύρας τοῦ Ἁγίου Σάββα, ἤτοι τὸ ἱεροσολυμιτικὸν μοναστικὸν τυπικόν, ἐνωρίς εἶχε διαδοθῆ εἰς τὰς ἐκτὸς τῆς Παλαιστίνης μονάς, μετὰ δὲ τὴν Εἰκονομαχίαν ἐπεκράτησε βαθμιαίως καὶ εἰς τοὺς ἐνοριακοὺς ναοὺς τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς, ἀντικαταστῆσαν τὸ προηγουμένως ἰσχῦον εἰς αὐτούς τυπικὸν τῶν «ᾀσματικῶν ἀκολουθιῶν». Τὸ τελευταῖον διετηρήθη κατ’ ἐξαίρεσιν εἰς τὴν Ἁγίαν Σοφίαν τῆς Κωνσταντινουπόλεως μέχρι τῆς ἁλώσεως ἐκείνης ὑπὸ τῶν Λατίνων (ἔτος 1204) καὶ εἰς τὴν Ἁγίαν Σοφίαν τῆς Θεσσαλονίκης μέχρι τῶν χρόνων τοῦ ἀρχιεπισκόπου Συμεών (+1429) καὶ ἔτι βραδύτερον. [...]. Βλέπε Γεωργίου Γ. Μπεκατώρου, ἄρθρον «Τυπικόν», Θρησκευτικὴ καὶ Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία, τόμος 11ος, στήλαι 900-904, καὶ Ἰω. Φουντούλη, Τὸ λειτουργικὸν ἔργον Συμεὼν τοῦ Θεσσαλονίκης, Θεσ/νίκη 1966, σ. 145-159.
[Ἀρχιμ. Εἰρηναῖος Δεληδήμος, ΣΥΜΒΟΛΗ, τ. 7, σ. 9, ὑποσ. 2]
Τὸ Κοσμικὸ Τυπικὸ ἢ λεγόμενο ᾈσματικό, εἶχε προέλευση τὴν Ἀντιόχεια. Τὸ Μοναστηριακὸ Τυπικὸ σώζει τὴν Ἱεροσολυμιτικὴ παράδοση καὶ μάλιστα τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Σάββα. Καὶ τὰ δύο Τυπικά, τελικά, ἔχουν θετὴ πατρίδα τὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου δέχτηκαν εὐεργετικὲς ἐπιδράσεις, καὶ κυρίως στὴ μονὴ τοῦ Στουδίου. Τὸ Κοσμικὸ Τυπικὸ προέβλεπε μεγάλη χρήση τῶν ψαλμῶν, κατανεμημένων σὲ ἀντίφωνα, μὲ σύντομα ἢ καὶ λίγο ἐκτενέστερα ἐφύμνια τροπάρια ἀνὰ στίχο. Τὸ Μοναστηριακὸ Τυπικὸ περιλαμβάνει, ὡς πλουσιότερο, ἐκτὸς ἀπ’ τὶς δεήσεις, τὶς εὐχές, τοὺς ψαλμούς καὶ τὰ βιβλικὰ ἀναγνώσματα, πολλὰ καὶ ποικιλώνυμα τροπάρια, τὰ ὁποῖα κυρίως πληθύνθηκαν ἀπὸ λόγιους μοναχοὺς μετὰ τὸν θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας κατὰ τῶν Εἰκονομάχων. Ἀγαπήθηκαν πολύ καὶ ἐπικράτησαν καὶ συνέβαλαν στὸν μαρασμὸ τοῦ Κοσμικοῦ Τυπικοῦ, τὸ ὁποῖο ἀπ’τὴν Φραγκοκρατία καὶ μετὰ σχεδὸν λησμονήθηκε.
[Γρ. Στάθης, Πρακτικά Α’ Ψαλτικοῦ Συνεδρίου, σ. 74-75.]
[...] Στοὺς αἰῶνες ποὺ ἀκολούθησαν καὶ μέχρι τὴν ἐποχὴ τῶν εἰκονομαχικῶν ἐρίδων (727-843), συνετελέσθη ἕνας ἀλληλοδανεισμὸς κοσμικῶν καὶ μοναστηριακῶν τυπικῶν στοιχείων. Ἡ εἰκονομαχία ὅπως ἦταν φυσικό, εἶχε ἀντίκτυπο καὶ στὴ θεία λατρεία. Ἡ ἄρρηκτη σχέση της μὲ τὸ χῶρο τελέσεώς της, τὸ ναό, συνέβαλε στὴν ἀποδυνάμωσή της, ἰδιαίτερα στοὺς ἐνοριακοὺς ναοὺς τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Τὰ μοναστήρια ὅμως, ὡς νέες Θερμοπύλες τότε, διεξήγαγαν μὲ ἀρκετὲς θυσίες τὸν ἀγώνα ἐναντίον τῶν εἰκονομάχων, οἱ δὲ μοναχοὶ κατάφεραν νὰ διατηρήσουν μὲ ἀξιοζήλευτη εὐαισθησία τὴ λατρευτικὴ παράδοση. [...] Ἡ νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας τὸ ἔτος 843, ἦταν ἐπίτευγμα τῶν μοναχῶν. Οἱ ἀγῶνες τους ἀναγνωρίσθηκαν, ὁ μοναχισμὸς ἐνισχύθηκε καὶ τὰ μοναστήρια ἔγιναν τὰ «παντεπιστήμια» τῆς πατερικῆς πνευματικότητος. Στὴν συνείδηση τῶν λαϊκῶν, τὸ λατρευτικὸ πρόγραμμα τῶν μοναχῶν, κατανοήθηκε ὡς ἡ «ὀρθοδοξότερη» λατρευτικὴ ἐμπειρία, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν υἱοθέτηση καὶ ἀφομοίωση τῶν περισσοτέρων ἱδιαιτεροτήτων του ἀπὸ τὴν ἐνοριακὴ τυπικὴ πραγματικότητα.
[Δημ. Κ. Μπαλαγεώργος, Ἡ Ψαλτικὴ Παράδοση τῶν Ἀκολουθιῶν τοῦ Βυζαντινοῦ Κοσμικοῦ Τυπικοῦ (διδακτορικὴ διατριβή), Ἀθήνα 2001, σ. 96.]
Η προσωπική μου γνώμη:
Ας τηρούμε το ΤΜΕ το κατά δύναμιν.
και ας αφήσουμε τα τεχνητά διλήμματα σε αυτούς που τα δημιούργησαν.
Παναγιώτης.