Η καταμέτρηση του Χρόνου σύμφωνα με τους Δασκάλους
Δημοσιεύτηκε: 17 Φεβ 2008, 05:26
1. Χρύσανθος (Θεωρητικὸν Μέγα τῆς Μουσικῆς 1832, ἔτοιμο πρὸς ἔκδοση περὶ τὸ 1816), σ. 52.
§114. [...]. Ἐν ᾧ λοιπὸν ἀπαγγέλεται τὸ μέλος, ἄς κινῆται ἤ ὁ ποῦς [σημ. ΠΔΠ: εἴμαστε κατὰ τῆς κινήσεως τοῦ ποδός], ἤ ἡ χεὶρ τοῦ μουσικοῦ πρὸς τὰ ἄνω καὶ πρὸς τὰ κάτω, κρούουσα τὸ γόνυ· καὶ μετρουμένη ἡ κίνησις τῆς χειρός, ἀποδίδει τὸν χρόνον· διότι ὁ καιρὸς ὅς τις ἐξοδεύεται ἀπὸ τὴν μίαν κροῦσιν ἕως εἰς τὴν ἄλλην, λογαριάζεται ἕνας χρόνος.
2. Χρύσανθος (Εἰσαγωγὴ εἰς τὸ Θεωρητικὸν καὶ Πρακτικὸν τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς, 1821), σ. 12.
β᾿. Καταμετρεῖται δὲ ὁ χρόνος, μὲ τὸ νὰ κινῆται ἡ χεὶρ ἄνω καὶ κάτω, κρούουσα τὸ γόνυ. Ὁ καιρὸς λοιπὸν, ὁποῦ ἐξοδεύεται ἀπὸ τὴν μίαν κροῦσιν ἕως εἰς τὴν ἄλλην, λογαριάζεται ἕνας χρόνος.
3. Χουρμούζιος Χαρτοφύλαξ (1829), σ. 51.
(β'.) Καταμετρεῖται δὲ ὁ χρόνος μὲ τὸ νὰ κινῆται ἡ χεὶρ ἄνω καὶ κάτω, κρούουσα τὸ γόνυ. Λοιπόν ὁ καιρός, ὁποῦ ἐξοδεύεται ἀπὸ τὴν μίαν κροῦσιν ἕως τὴν ἄλλην λογαριάζεται ἕνας χρόνος.
4. Θεόδωρος Φωκαεύς, Κρηπίς (Θεσσαλονίκη 1912), σ. 29, σ. 30, σ. 31.
[...] Μετρεῖται ὁ χρόνος ἤγουν ὁ καιρὸς εἰς τὴν Μουσικὴν ὅταν ἡ χεὶρ κινῆται κάτω καὶ ἄνω μὲ εὐταξίαν τύπτουσα τὸ γόνυ· ὁ δαπανώμενος καιρὸς λοιπὸν τῆς πρώτης θέσεως, ἤγουν τοῦ κρούσματος, ὅστις γίνεται διὰ τῆς χειρός, ἕως τὴν τελείαν ἄρσιν, ὅπου ἄρχεται ἡ χεὶρ νὰ καταβαίνῃ πρὸς τὴν θέσιν, ἐννοεῖται ἕνας χρόνος καί, ἄρχεται νὰ μετρεῖται ὁ δεύτερος· διὰ τοῦτο τὸ ἐκτελεστικὸν αἴτιον τοῦ χρόνου εἶναι ἡ πᾶσα κροῦσις, εἴτε τῆς ἐμφώνου Μουσικῆς εἴτε τῶν ὀργάνων [...]
5. Δημήτριος Ἐμμ. Νεραντζῆς, Συμβολή στὴν ἐρμηνεία τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Μέλους (Ἠράκλειον Κρήτης 1997), σ. 190-194:
[...] Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ αἰώνα μας ἡ μουσική μας δανείστηκε ἀπὸ τὴν εὐρωπαϊκὴ τὸ γνωστὸ τρόπο ποὺ μετροῦμε τὸ 2σημο, 3σημο καὶ 4σημο ρυθμό. Ὁ Ἰούλιος Ἔνιγγ στὸ "ἐγχειρίδιο φωνητικῆς εὐρωπαϊκῆς μουσικῆς" στὸ κεφάλ. "περὶ ρυθμοῦ" (σελ. 10-14) γράφει ότι:
«Ὁ δίμετρος ρυθμὸς ἔχει θέσιν καὶ ἄρσιν. Ἕν ἰσχυρὸν καὶ ἕν ἀσθενὲς πάθος. Ὁ τρίμετρος ἔχει θέσιν, ἠμίαρσιν καὶ ἄρσιν. Ἕν ἰσχυρόν, ἕν ἀσθενές καὶ ἕν ἀσθενέστατον. Ὁ τετράμετρος ἔχει θέσιν, ἠμίαρσιν, δευτέραν ἠμίαρσιν καὶ ἄρσιν. Ἕν ἰσχυρὸν πάθος, ἕν ἀσθενές, ἕν ημιϊσχυρόν καὶ ἕν ἀσθενέστατον».
Οἱ πιὸ πάνω κανόνες ρυθμικῆς ἔκφρασης ἔχουν ἐφαρμογὴ μόνο στὴ χορευτικὴ μουσική. Στὴν Ἐκκλησία πρέπει να μετροῦμε μὲ διακριτικότητα μονὸ χρόνο.
Εἶναι ἀνώφελο νὰ μετροῦμε τὸ χρόνο μὲ τὶς κινήσεις τῆς Εὐρωπαϊκῆς Μουσικῆς, γιατὶ ἐνὼ ὁ χρόνος εἶναι ἴδιος, χάνεται ὁ παλμὸς τοῦ μονοῦ χρόνου, ποὺ δίνει στὸ μέλος ἰδιαίτερη χάρη. Ὁ μονὸς χρόνος εἶναι ἡ ψυχὴ τοῦ μέλους. Οἱ χτύποι στὸ μονὸ χρόνο εἶναι ἰσόχρονοι ἀντίθετα μὲ τὶς κινήσεις τῆς Εὐρωπαϊκῆς Μουσικῆς, ὅπου εἶναι ἀδύνατο νὰ πετύχεις παλμὸ λόγῳ τῆς ἰσχυρῆς θέσης καὶ τῆς ἀσθενοῦς ἄρσης. [...]
6. Παναγιώτης Ἀγαθοκλέους, Θεωρητικόν (Ἀθῆνα 1855), σ. 86.
Ὅλα τὰ ἐκκλησιαστικὰ μέλη ψάλλονται δι' ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ χρόνου, τοῦ ἔχοντος δηλαδὴ τὴν κίνησιν τῆς χειρὸς ἴσην, δι' ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ ῥυθμοῦ, χωρὶς ἄλλων ῥυθμικῶν ποικιλιῶν [ΠΔΠ: μὲ αὐτὸ νομίζουμε ἐπεξηγεῖ τὸ προηγούμενο, δηλ. ψάλλουμε ἀπλῶς κινώντας τὴν χεῖρα ἄνω καὶ κάτω, χωρὶς τὶς ποικιλίες τῆς Εὐρωπαϊκῆς καὶ Ἐξωτερικῆς μουσικῆς, ὅπου χρησιμοποιοῦνται ἀκόμη καὶ αἱ δύο χεῖρες καὶ οἱ δύο πόδες (!) γιὰ τὴν καταμέτρηση τοῦ χρόνου, τὴν ὁποῖαν καταμέτρησιν χρόνου τὴν ταυτίζουν μὲ τὸν ρυθμό]· διότι ἡ ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ εἶναι μελῳδία, ἤτοι ἄῤῥυθμος πλοκὴ φθόγγων. Καὶ διὰ τοῦτο ἐνταῦθα λόγος περὶ ῥυθμικῆς δὲν γίνεται.
7. Κυριακὸς Φιλοξένους, Θεωρητικόν (Κωνσταντινούπολη, 1859), σ. 43.
§48. Μετρεῖται ὁ χρόνος καθ' ἡμᾶς ψάλλοντας μὲν ἐν καιρῷ τῷ δέοντι καὶ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ἐπὶ τοῦ ἀέρος, ἐν δὲ τῇ παραδόσει, καθὼς καὶ εἰς τοὺς ἐξωτερικοὺς μουσικοὺς, ἐπὶ τῶν γονάτων, ἢ ἐπὶ τῆς τραπέζης, ὄχι ὅμως καὶ ὡς τὰ μέτρα ἐκείνων κατὰ τὸν ἐλάχιστον καὶ μείζονα, ἢ μακρὸν καὶ βραχὺν χρόνον, ἀλλ' ἁπλῶς καὶ μονοτρόπως διὰ κινήσεως τῆς μιᾶς χειρός. Διότι οἱ Τουρκοάραβες μεταχειρίζονται τὸν χρόνον εἰς τὰς αὐτῶν παραδόσεις διὰ τῆς κινήσεως τῶν δύο χειρῶν, φανερόνοντες διὰ τῶν χαρακτηριστικῶν σημείων τούτων Ο Ι, τὴν ἄρσιν καὶ θέσιν ἑνὸς ἑκάστου χρόνου [...].
8. Εὐθυμιάδης (Θεσσαλονίκη 1997), σ. 20.
Τὸ μέτρημα τοῦ χρόνου γίνεται μὲ ἰσόχρονες ρυθμικὲς κινήσεις τοῦ χεριοῦ πρὸς τὰ ἐπάνω καὶ πρὸς τὰ κάτω. Ἡ κίνησις τοῦ χεριοῦ πρὸς τὰ ἐπάνω ὀνομάζεται ἄρσις. Ἡ κίνησις τοῦ χεριοῦ πρὸς τὰ κάτω ὀνομάζεται θέσις. Μία θέσις μαζὶ μὲ τὴν ἑπόμενή της ἄρσι ἀποτελοῦν ἕνα μουσικὸ χρόνο. [...]
Ἄν τὸ χέρι μας, ποὺ ἐκτελεῖ τὶς κινήσεις τῆς θέσεως καὶ τῆς ἄρσεως, χτυπᾶ σὲ κάθε θέσι σ' ἕνα σταθερὸ ἐμπόδιο (στὸ γόνατο, στ' ἄλλο μας χέρι, στὸ θρανίο κλπ), κάθε χτύπος σημειώνει κι' ἕνα μουσικὸ χρόνο ἢ, ὅπως ἀπλούστερα λέμε, ἕνα χρόνο, γιατὶ γιὰ νὰ ἐπακολουθήση ὁ ἑπόμενος χτύπος, τὸ χέρι μας θὰ κινηθῆ, ἀναπόδραστα, πρὸς τὰ ἐπάνω, ἐκτελῶντας, κατ' αὐτὸν τὸν τρόπο, καὶ τὴν ἄρσι.
9. Παναγιωτόπουλος (Ἀθῆναι 1997 στ' ἔκδοσις), σ. 64-65.
Ὁ χρόνος καταμετρεῖται συνήθως μὲ κροῦσιν τῆς δεξιᾶς χειρὸς ἐπὶ τοῦ γόνατος (ὅταν ὁ ψάλλων κάθηται) ἢ ἐπὶ τῆς παλάμης τῆς ἀριστερᾶς χειρός [ΠΔΠ: ἢ καὶ ἀπλὰ χτυπώντας ἐλαφρὰ τὸν δείκτη στὸ βιβλίο]. Ἑπομένως διὰ τὴν καταμέτρησιν ἡ χεὶρ κινεῖται πρὸς τὰ κάτω καὶ πρὸς τὰ ἄνω. Καὶ ἡ μὲν πρὸς τὰ κάτω κίνησις τῆς χειρὸς λέγεται θέσις, ἡ δὲ πρὸς τὰ ἄνω ἄρσις. Εἶναι δὲ ἐντελῶς ἰσόχρονοι αἱ δύο αὐταὶ κινήσεις καὶ διὰ τοῦτο ἕκαστος χρόνος ἀποτελεῖται ἀπὸ δύο ἴσα μέρη ἢ ἠμιχρόνια. [Καὶ δίνει λεπτομερέστατη περιγραφὴ μετὰ διαγράματος]
10. Δημήτριος Ἰωαννίδης, Θεωρητικόν (Ἀθῆναι 2005), σ. 25.
Ἔστω δύο ἴσα μὲ ἀρχικὴ μαρτυρία Νη: «Χτυπάμε τὸ χέρι κάτω καὶ λέμε Νη. Τὸ η τὸ βαστᾶμε μέχρι τὸ χέρι μας νὰ φτάσει στὸ πάνω σημεῖο τῆς ἄρσης. Τὸ ξαναχτυπᾶμε καὶ ἐπαναλαμβάνουμε τὰ ἴδια ὅπως πρῶτα».
Ἔστω πάλι δύο ἴσα μὲ ἀρχικὴ μαρτυρία Νη, καὶ στὸ δεύτερο ἴσον ὑπάρχει γοργόν: «Χτυπώντας τὸ χέρι στὴ θέση, προφέρουμε Νη καὶ μέχρι νὰ φτάσει στὸ πιὸ ψηλὸ σημεῖο (τὸ χέρι μας) τῆς ἄρσης, λέμε πάλι Νη».
11. Ἀστέριος Κ. Δεβρελῆς (Πρόγραμμα ταχύρρυθμης ἐκμάθησης..., Θεσσαλονίκη 1990), σ. 9, 10.
Ἀναλυτικὰ παραδείγματα ἁπλοῦ χρόνου, σ. 9, 10.
12. Χαράλαμπος Καρακατσάνης, Βυζαντινὴ Ποταμηΐς, Τόμος Ζ', Κρατηματάριον (Ἀθῆναι 2000), σελ. xxxiv.
Ὡς εἶναι γνωστόν, ὁ τρόπος δι' οὗ ἐψάλλοντο τὰ μαθήματα πρὸ τῆς χρήσεως τῶν ρυθμῶν, (ὅστις ρυθμὸς ὑπεστηρίχθη ὑπὸ τῶν Νηλέως Καμαράδου καὶ Κωνσταντίνου Ψάχου), ἦτο ὁ τοῦ ἁπλοῦ χρόνου, καθ' ὃν ἕκαστος χρόνος ἦν αὐτοτελῆς ἔχων θέσιν καὶ ἄρσιν. Εἷς χρόνος = θέσις ¯ καὶ ἄρσις . Ἐν τῇ περιπτώσει τοῦ γοργοῦ ὁ πρῶτος φθόγγος ἐλαμβάνετο εἰς τὴν θέσιν ὁ δὲ ἕτερος, ὁ φέρων ἐπ' αὐτοῦ τὸ γοργόν, εἰς τὴν ἄρσιν.
13. Μανόλης Κ. Χατζηγιακουμῆς, Μνημεῖα Ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς, Ἀνθολογία Ὀγδόη, Ἀθήνα 1999, σελ. 27.
Ἕνα δεύτερο στοιχείο, ἐξίσου σημαντικὸ εἶναι τὸ παλαιότροπο ὕφος, συγκεκριμένα ἡ κατὰ τρόπον ἰσοσθενῆ καὶ πεποικιλμένον ἐκφορὰ καὶ ἀπαγγελία τῶν μελῶν.
14. Κωνσταντῖνος Ψάχος, στὸν λόγο του περὶ ρυθμοῦ στὰ 1899:
Γνωρίζω ὅτι πολλοὶ συνάδελφοί μου θὰ ἐκπλαγῶσιν ἀκούοντες ρυθμοὺς εἰς τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας ὐμῶν, νομίζοντες ὅτι ταῦτα ψάλλονται δι' ἁπλῆς καὶ μόνης καταμετρήσεως τοῦ χρόνου. Καὶ ἐγὼ αὐτός -τὸ ὀμολογῶ- οὑτωσὶν ἐδιδάχθην καὶ οὔτως ἐπίστευον ἐπὶ πολὺν καιρόν, ὅτι τὰ μέλη ἡμῶν ψάλλονται διὰ κρούσεως πάντων ἀνεξαιρέτως τῶν χρόνων, ἄνευ διακρίσεως δυνατοῦ καὶ ἀδυνάτου.
15. Ἠχητικὰ παραδείγματα:
Ἠχητικὸ παράδειγμα ἀπὸ μάθημα τοῦ κ. Δημητρίου Νεραντζῆ
Ἠχητικὸ παράδειγμα ἀπὸ μάθημα τοῦ κ. Δημητρίου Ἰωαννίδη.
Ἠχητικὸ παράδειγμα ἀπὸ πρόβα τῆς χορωδίας τοῦ Θρασυβούλου Στανίτσα.
16. Καταμέτρηση τοῦ Χρόνου στὴν Ἐκκλησία:
Ἂς σημειωθεῖ ἐδὼ, πρὸς ἀποφυγὴν παρεξηγήσεων, ὅτι αὐτοὶ ποὺ μαθαίνουν τὴν παραδοσιακὴ καταμέτρηση τοῦ Χρόνου, μετὰ ἀπὸ περίπου 1-2 χρόνια ἐκμάθησης (ὄντας ἀκόμη μαθητές) «μπαίνει» ὁ Χρόνος «μέσα τους», καὶ πλέον δὲν μετράνε εἴτε ψάλλουν ἀργὰ, εἴτε γρήγορα μέλη καὶ ἐν τούτοις ψάλλουν ρυθμικώτατα. Ὡς ἐκ τούτου δὲν μετροῦν στὴν Ἐκκλησία. Κατ' ἄκραν οἰκονομίαν θὰ μποροῦσε κάποιος ἀρχάριος νὰ μετράει τὸν χρόνο, διακριτικότατα, χτυπῶντας ἀπλὰ τὸ δάχτυλό του ἐπὶ τοῦ μουσικοῦ βιβλίου ἢ ἐπὶ τοῦ στηρίγματος τῶν βιβλίων τοῦ Ἀναλογίου.
από το ΑΝΑΛΟΓΙΟΝ.gr
§114. [...]. Ἐν ᾧ λοιπὸν ἀπαγγέλεται τὸ μέλος, ἄς κινῆται ἤ ὁ ποῦς [σημ. ΠΔΠ: εἴμαστε κατὰ τῆς κινήσεως τοῦ ποδός], ἤ ἡ χεὶρ τοῦ μουσικοῦ πρὸς τὰ ἄνω καὶ πρὸς τὰ κάτω, κρούουσα τὸ γόνυ· καὶ μετρουμένη ἡ κίνησις τῆς χειρός, ἀποδίδει τὸν χρόνον· διότι ὁ καιρὸς ὅς τις ἐξοδεύεται ἀπὸ τὴν μίαν κροῦσιν ἕως εἰς τὴν ἄλλην, λογαριάζεται ἕνας χρόνος.
2. Χρύσανθος (Εἰσαγωγὴ εἰς τὸ Θεωρητικὸν καὶ Πρακτικὸν τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς, 1821), σ. 12.
β᾿. Καταμετρεῖται δὲ ὁ χρόνος, μὲ τὸ νὰ κινῆται ἡ χεὶρ ἄνω καὶ κάτω, κρούουσα τὸ γόνυ. Ὁ καιρὸς λοιπὸν, ὁποῦ ἐξοδεύεται ἀπὸ τὴν μίαν κροῦσιν ἕως εἰς τὴν ἄλλην, λογαριάζεται ἕνας χρόνος.
3. Χουρμούζιος Χαρτοφύλαξ (1829), σ. 51.
(β'.) Καταμετρεῖται δὲ ὁ χρόνος μὲ τὸ νὰ κινῆται ἡ χεὶρ ἄνω καὶ κάτω, κρούουσα τὸ γόνυ. Λοιπόν ὁ καιρός, ὁποῦ ἐξοδεύεται ἀπὸ τὴν μίαν κροῦσιν ἕως τὴν ἄλλην λογαριάζεται ἕνας χρόνος.
4. Θεόδωρος Φωκαεύς, Κρηπίς (Θεσσαλονίκη 1912), σ. 29, σ. 30, σ. 31.
[...] Μετρεῖται ὁ χρόνος ἤγουν ὁ καιρὸς εἰς τὴν Μουσικὴν ὅταν ἡ χεὶρ κινῆται κάτω καὶ ἄνω μὲ εὐταξίαν τύπτουσα τὸ γόνυ· ὁ δαπανώμενος καιρὸς λοιπὸν τῆς πρώτης θέσεως, ἤγουν τοῦ κρούσματος, ὅστις γίνεται διὰ τῆς χειρός, ἕως τὴν τελείαν ἄρσιν, ὅπου ἄρχεται ἡ χεὶρ νὰ καταβαίνῃ πρὸς τὴν θέσιν, ἐννοεῖται ἕνας χρόνος καί, ἄρχεται νὰ μετρεῖται ὁ δεύτερος· διὰ τοῦτο τὸ ἐκτελεστικὸν αἴτιον τοῦ χρόνου εἶναι ἡ πᾶσα κροῦσις, εἴτε τῆς ἐμφώνου Μουσικῆς εἴτε τῶν ὀργάνων [...]
5. Δημήτριος Ἐμμ. Νεραντζῆς, Συμβολή στὴν ἐρμηνεία τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Μέλους (Ἠράκλειον Κρήτης 1997), σ. 190-194:
[...] Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ αἰώνα μας ἡ μουσική μας δανείστηκε ἀπὸ τὴν εὐρωπαϊκὴ τὸ γνωστὸ τρόπο ποὺ μετροῦμε τὸ 2σημο, 3σημο καὶ 4σημο ρυθμό. Ὁ Ἰούλιος Ἔνιγγ στὸ "ἐγχειρίδιο φωνητικῆς εὐρωπαϊκῆς μουσικῆς" στὸ κεφάλ. "περὶ ρυθμοῦ" (σελ. 10-14) γράφει ότι:
«Ὁ δίμετρος ρυθμὸς ἔχει θέσιν καὶ ἄρσιν. Ἕν ἰσχυρὸν καὶ ἕν ἀσθενὲς πάθος. Ὁ τρίμετρος ἔχει θέσιν, ἠμίαρσιν καὶ ἄρσιν. Ἕν ἰσχυρόν, ἕν ἀσθενές καὶ ἕν ἀσθενέστατον. Ὁ τετράμετρος ἔχει θέσιν, ἠμίαρσιν, δευτέραν ἠμίαρσιν καὶ ἄρσιν. Ἕν ἰσχυρὸν πάθος, ἕν ἀσθενές, ἕν ημιϊσχυρόν καὶ ἕν ἀσθενέστατον».
Οἱ πιὸ πάνω κανόνες ρυθμικῆς ἔκφρασης ἔχουν ἐφαρμογὴ μόνο στὴ χορευτικὴ μουσική. Στὴν Ἐκκλησία πρέπει να μετροῦμε μὲ διακριτικότητα μονὸ χρόνο.
Εἶναι ἀνώφελο νὰ μετροῦμε τὸ χρόνο μὲ τὶς κινήσεις τῆς Εὐρωπαϊκῆς Μουσικῆς, γιατὶ ἐνὼ ὁ χρόνος εἶναι ἴδιος, χάνεται ὁ παλμὸς τοῦ μονοῦ χρόνου, ποὺ δίνει στὸ μέλος ἰδιαίτερη χάρη. Ὁ μονὸς χρόνος εἶναι ἡ ψυχὴ τοῦ μέλους. Οἱ χτύποι στὸ μονὸ χρόνο εἶναι ἰσόχρονοι ἀντίθετα μὲ τὶς κινήσεις τῆς Εὐρωπαϊκῆς Μουσικῆς, ὅπου εἶναι ἀδύνατο νὰ πετύχεις παλμὸ λόγῳ τῆς ἰσχυρῆς θέσης καὶ τῆς ἀσθενοῦς ἄρσης. [...]
6. Παναγιώτης Ἀγαθοκλέους, Θεωρητικόν (Ἀθῆνα 1855), σ. 86.
Ὅλα τὰ ἐκκλησιαστικὰ μέλη ψάλλονται δι' ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ χρόνου, τοῦ ἔχοντος δηλαδὴ τὴν κίνησιν τῆς χειρὸς ἴσην, δι' ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ ῥυθμοῦ, χωρὶς ἄλλων ῥυθμικῶν ποικιλιῶν [ΠΔΠ: μὲ αὐτὸ νομίζουμε ἐπεξηγεῖ τὸ προηγούμενο, δηλ. ψάλλουμε ἀπλῶς κινώντας τὴν χεῖρα ἄνω καὶ κάτω, χωρὶς τὶς ποικιλίες τῆς Εὐρωπαϊκῆς καὶ Ἐξωτερικῆς μουσικῆς, ὅπου χρησιμοποιοῦνται ἀκόμη καὶ αἱ δύο χεῖρες καὶ οἱ δύο πόδες (!) γιὰ τὴν καταμέτρηση τοῦ χρόνου, τὴν ὁποῖαν καταμέτρησιν χρόνου τὴν ταυτίζουν μὲ τὸν ρυθμό]· διότι ἡ ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ εἶναι μελῳδία, ἤτοι ἄῤῥυθμος πλοκὴ φθόγγων. Καὶ διὰ τοῦτο ἐνταῦθα λόγος περὶ ῥυθμικῆς δὲν γίνεται.
7. Κυριακὸς Φιλοξένους, Θεωρητικόν (Κωνσταντινούπολη, 1859), σ. 43.
§48. Μετρεῖται ὁ χρόνος καθ' ἡμᾶς ψάλλοντας μὲν ἐν καιρῷ τῷ δέοντι καὶ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ἐπὶ τοῦ ἀέρος, ἐν δὲ τῇ παραδόσει, καθὼς καὶ εἰς τοὺς ἐξωτερικοὺς μουσικοὺς, ἐπὶ τῶν γονάτων, ἢ ἐπὶ τῆς τραπέζης, ὄχι ὅμως καὶ ὡς τὰ μέτρα ἐκείνων κατὰ τὸν ἐλάχιστον καὶ μείζονα, ἢ μακρὸν καὶ βραχὺν χρόνον, ἀλλ' ἁπλῶς καὶ μονοτρόπως διὰ κινήσεως τῆς μιᾶς χειρός. Διότι οἱ Τουρκοάραβες μεταχειρίζονται τὸν χρόνον εἰς τὰς αὐτῶν παραδόσεις διὰ τῆς κινήσεως τῶν δύο χειρῶν, φανερόνοντες διὰ τῶν χαρακτηριστικῶν σημείων τούτων Ο Ι, τὴν ἄρσιν καὶ θέσιν ἑνὸς ἑκάστου χρόνου [...].
8. Εὐθυμιάδης (Θεσσαλονίκη 1997), σ. 20.
Τὸ μέτρημα τοῦ χρόνου γίνεται μὲ ἰσόχρονες ρυθμικὲς κινήσεις τοῦ χεριοῦ πρὸς τὰ ἐπάνω καὶ πρὸς τὰ κάτω. Ἡ κίνησις τοῦ χεριοῦ πρὸς τὰ ἐπάνω ὀνομάζεται ἄρσις. Ἡ κίνησις τοῦ χεριοῦ πρὸς τὰ κάτω ὀνομάζεται θέσις. Μία θέσις μαζὶ μὲ τὴν ἑπόμενή της ἄρσι ἀποτελοῦν ἕνα μουσικὸ χρόνο. [...]
Ἄν τὸ χέρι μας, ποὺ ἐκτελεῖ τὶς κινήσεις τῆς θέσεως καὶ τῆς ἄρσεως, χτυπᾶ σὲ κάθε θέσι σ' ἕνα σταθερὸ ἐμπόδιο (στὸ γόνατο, στ' ἄλλο μας χέρι, στὸ θρανίο κλπ), κάθε χτύπος σημειώνει κι' ἕνα μουσικὸ χρόνο ἢ, ὅπως ἀπλούστερα λέμε, ἕνα χρόνο, γιατὶ γιὰ νὰ ἐπακολουθήση ὁ ἑπόμενος χτύπος, τὸ χέρι μας θὰ κινηθῆ, ἀναπόδραστα, πρὸς τὰ ἐπάνω, ἐκτελῶντας, κατ' αὐτὸν τὸν τρόπο, καὶ τὴν ἄρσι.
9. Παναγιωτόπουλος (Ἀθῆναι 1997 στ' ἔκδοσις), σ. 64-65.
Ὁ χρόνος καταμετρεῖται συνήθως μὲ κροῦσιν τῆς δεξιᾶς χειρὸς ἐπὶ τοῦ γόνατος (ὅταν ὁ ψάλλων κάθηται) ἢ ἐπὶ τῆς παλάμης τῆς ἀριστερᾶς χειρός [ΠΔΠ: ἢ καὶ ἀπλὰ χτυπώντας ἐλαφρὰ τὸν δείκτη στὸ βιβλίο]. Ἑπομένως διὰ τὴν καταμέτρησιν ἡ χεὶρ κινεῖται πρὸς τὰ κάτω καὶ πρὸς τὰ ἄνω. Καὶ ἡ μὲν πρὸς τὰ κάτω κίνησις τῆς χειρὸς λέγεται θέσις, ἡ δὲ πρὸς τὰ ἄνω ἄρσις. Εἶναι δὲ ἐντελῶς ἰσόχρονοι αἱ δύο αὐταὶ κινήσεις καὶ διὰ τοῦτο ἕκαστος χρόνος ἀποτελεῖται ἀπὸ δύο ἴσα μέρη ἢ ἠμιχρόνια. [Καὶ δίνει λεπτομερέστατη περιγραφὴ μετὰ διαγράματος]
10. Δημήτριος Ἰωαννίδης, Θεωρητικόν (Ἀθῆναι 2005), σ. 25.
Ἔστω δύο ἴσα μὲ ἀρχικὴ μαρτυρία Νη: «Χτυπάμε τὸ χέρι κάτω καὶ λέμε Νη. Τὸ η τὸ βαστᾶμε μέχρι τὸ χέρι μας νὰ φτάσει στὸ πάνω σημεῖο τῆς ἄρσης. Τὸ ξαναχτυπᾶμε καὶ ἐπαναλαμβάνουμε τὰ ἴδια ὅπως πρῶτα».
Ἔστω πάλι δύο ἴσα μὲ ἀρχικὴ μαρτυρία Νη, καὶ στὸ δεύτερο ἴσον ὑπάρχει γοργόν: «Χτυπώντας τὸ χέρι στὴ θέση, προφέρουμε Νη καὶ μέχρι νὰ φτάσει στὸ πιὸ ψηλὸ σημεῖο (τὸ χέρι μας) τῆς ἄρσης, λέμε πάλι Νη».
11. Ἀστέριος Κ. Δεβρελῆς (Πρόγραμμα ταχύρρυθμης ἐκμάθησης..., Θεσσαλονίκη 1990), σ. 9, 10.
Ἀναλυτικὰ παραδείγματα ἁπλοῦ χρόνου, σ. 9, 10.
12. Χαράλαμπος Καρακατσάνης, Βυζαντινὴ Ποταμηΐς, Τόμος Ζ', Κρατηματάριον (Ἀθῆναι 2000), σελ. xxxiv.
Ὡς εἶναι γνωστόν, ὁ τρόπος δι' οὗ ἐψάλλοντο τὰ μαθήματα πρὸ τῆς χρήσεως τῶν ρυθμῶν, (ὅστις ρυθμὸς ὑπεστηρίχθη ὑπὸ τῶν Νηλέως Καμαράδου καὶ Κωνσταντίνου Ψάχου), ἦτο ὁ τοῦ ἁπλοῦ χρόνου, καθ' ὃν ἕκαστος χρόνος ἦν αὐτοτελῆς ἔχων θέσιν καὶ ἄρσιν. Εἷς χρόνος = θέσις ¯ καὶ ἄρσις . Ἐν τῇ περιπτώσει τοῦ γοργοῦ ὁ πρῶτος φθόγγος ἐλαμβάνετο εἰς τὴν θέσιν ὁ δὲ ἕτερος, ὁ φέρων ἐπ' αὐτοῦ τὸ γοργόν, εἰς τὴν ἄρσιν.
13. Μανόλης Κ. Χατζηγιακουμῆς, Μνημεῖα Ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς, Ἀνθολογία Ὀγδόη, Ἀθήνα 1999, σελ. 27.
Ἕνα δεύτερο στοιχείο, ἐξίσου σημαντικὸ εἶναι τὸ παλαιότροπο ὕφος, συγκεκριμένα ἡ κατὰ τρόπον ἰσοσθενῆ καὶ πεποικιλμένον ἐκφορὰ καὶ ἀπαγγελία τῶν μελῶν.
14. Κωνσταντῖνος Ψάχος, στὸν λόγο του περὶ ρυθμοῦ στὰ 1899:
Γνωρίζω ὅτι πολλοὶ συνάδελφοί μου θὰ ἐκπλαγῶσιν ἀκούοντες ρυθμοὺς εἰς τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας ὐμῶν, νομίζοντες ὅτι ταῦτα ψάλλονται δι' ἁπλῆς καὶ μόνης καταμετρήσεως τοῦ χρόνου. Καὶ ἐγὼ αὐτός -τὸ ὀμολογῶ- οὑτωσὶν ἐδιδάχθην καὶ οὔτως ἐπίστευον ἐπὶ πολὺν καιρόν, ὅτι τὰ μέλη ἡμῶν ψάλλονται διὰ κρούσεως πάντων ἀνεξαιρέτως τῶν χρόνων, ἄνευ διακρίσεως δυνατοῦ καὶ ἀδυνάτου.
15. Ἠχητικὰ παραδείγματα:
Ἠχητικὸ παράδειγμα ἀπὸ μάθημα τοῦ κ. Δημητρίου Νεραντζῆ
Ἠχητικὸ παράδειγμα ἀπὸ μάθημα τοῦ κ. Δημητρίου Ἰωαννίδη.
Ἠχητικὸ παράδειγμα ἀπὸ πρόβα τῆς χορωδίας τοῦ Θρασυβούλου Στανίτσα.
16. Καταμέτρηση τοῦ Χρόνου στὴν Ἐκκλησία:
Ἂς σημειωθεῖ ἐδὼ, πρὸς ἀποφυγὴν παρεξηγήσεων, ὅτι αὐτοὶ ποὺ μαθαίνουν τὴν παραδοσιακὴ καταμέτρηση τοῦ Χρόνου, μετὰ ἀπὸ περίπου 1-2 χρόνια ἐκμάθησης (ὄντας ἀκόμη μαθητές) «μπαίνει» ὁ Χρόνος «μέσα τους», καὶ πλέον δὲν μετράνε εἴτε ψάλλουν ἀργὰ, εἴτε γρήγορα μέλη καὶ ἐν τούτοις ψάλλουν ρυθμικώτατα. Ὡς ἐκ τούτου δὲν μετροῦν στὴν Ἐκκλησία. Κατ' ἄκραν οἰκονομίαν θὰ μποροῦσε κάποιος ἀρχάριος νὰ μετράει τὸν χρόνο, διακριτικότατα, χτυπῶντας ἀπλὰ τὸ δάχτυλό του ἐπὶ τοῦ μουσικοῦ βιβλίου ἢ ἐπὶ τοῦ στηρίγματος τῶν βιβλίων τοῦ Ἀναλογίου.
από το ΑΝΑΛΟΓΙΟΝ.gr