Κατηγορία: Πνευματικὴ Ζωή
Εμφανίσεις: 4956

Η μάνα μου η Λογγοβάρδα

Αναμνήσεις του Ηγουμένου της Ι. Μονής Δοχειαρίου Αγίου Όρους

Αρχιμ. Γρηγορίου Ζουμή

20 Μαρτίου 2011

 

Ας τρέξουμε με γοργόφτερο κα­ράβι από την Πάτμο στην Πάρο. Αυτά τα δυο νησάκια δεν έμειναν πο­τέ απαράκλητα και ορφανά από πνευματικούς πα­τέρες. Φαίνεται, ο Θεός τα αγάπησε και δεν σήκωσε ποτέ από πάνω τους την φροντίδα Του. Την απο­κάλεσα μάνα, χωρίς να αισθάνομαι της υπερβολής το ατόπημα. Μάνα δεν είναι, μόνον αυτή πού κυοφορεί, τίκτει και θηλάζει, αλλά και εκείνη πού προστατεύει και φροντίζει τα μικρά πλάσματα, πού δεν μπορούν στους κινδύνους να υπερασπίσουν τον εαυ­τό τους. Ευθύς ως ποδάρωσα η Λογγοβάρδα υπήρξε για μένα το ξωμάντρι της ζωής μου. Έξι χρόνων προσκύνησα σ’ αυτό το άβατο Μοναστήρι. Αυτοί οι αρχαίοι μοναχοί, πού καθόλου δεν παρασάλευσαν την αρχαία τάξη του μοναχισμού, δεν άνοιξαν την πόρτα τους στον σύγχρονο πολιτισμό. Από το κανδήλι της Εκκλησίας μέχρι το φαγητό, την τράπε­ζα, το ρούχο και το φέρσιμο υπήρξαν οι δάσκαλοι μου στα μοναχικά σκάμματα.

-Μάνα, δεν το φορώ αυτό, είναι φανταχτερό, δεν φοράνε τέτοια στο Μοναστήρι.

-Μα δεν είσαι ακόμη μοναχός.

-Μη στεναχωριέσαι, μάνα θα γίνω.

Σ’ αυτό το φροντιστήριο εξασκήθηκαν και διακό­νησαν άνδρες σπουδαίοι, μεγάλης αυτοθυσίας, στολι­σμένοι με τις αρετές της αυτομεμψίας, της νηστείας, της ταπεινοφορίας, της συνεχούς προσευχής και πά­νω απ' όλα της ταπεινοφροσύνης, της τέλειας εξαφα­νίσεως από του κόσμου την θωριά. Εκείνο πού εύκολα διέκρινες ήταν η βαθειά μετάνοια των μο­ναχών. Τηρούσαν το «μη πολλοί διδάσκαλοι γίνεσθε». Τέτοια δυστυχία σ’ αυτό το Κοινόβιο δεν υπήρχε να ψάχνουν ακροατήριο να τους ακούσουν. Ό κάθε μοναχός δεν είχε κύκλο γνωστών, να λούζεται από τα βρωμόνερα των επαίνων. Σχεδόν και η ψαλ­μωδία και η ανάγνωση γινότανε απλή και ανεπιτήδευτη, για να μη σηκώνεται το φρύδι περισσότερο από κει πού το έθεσε ο Πλάστης. Κάθε επιτήδευση οι γέ­ροι δεν την επέτρεπαν στον χώρο τους. Γι’ αυτούς ήταν ανοικτή μπουκαπόρτα καραβιού, πού θα βου­λιάξει στα μανιασμένα κύματα της κενοδοξίας. Καμιά μυρωδιά δεν επέτρεπαν προτιμούσαν την ξινίλα της απλυσιάς. Ακόμη ούτε την ευωδιά των φυσικών λουλουδιών δεν επέτρεπαν στην Εκκλησία. Φοβότα­νε το «είτε αφή κατεμαλακίσθησαν, είτε όσφρησιν κατεθήλυναν» σαν μεγάλη πτώση. Το μαύρο ξεθω­ριασμένο ράσο, που μόνον μαύρο δεν ήτανε, ήταν ο επενδύτης τους. Κάμποτο βαμμένο στο καλύτερο κναφείο του κόσμου: τα καρυδόφυλλα. Το ηλιοκαμένο πρόσωπο τους, τα ροζιασμένα χέρια με τις φλέβες πε­ταμένες έξω, τα υποδήματα με τις άπειρες φόλες, η ζώνη η ματισμένη σε καταρράκωναν. Ελεεινολογούσες τον εαυτό σου. Χτυπούσες το στήθος, το εργα­στήριο των κακών. Που εκεί μαλακά φορέματα, τρυφερές χούφτες και περιποιημένη κόμμωση;

Τους δοκίμους τους εξασκούσε γέροντας πολιός στο Κάθισμα των Ταξιαρχών. Στον χρόνο γύριζαν στο Μοναστήρι για την κουρά. Τα μαλλιά από τα χώματα και τους ιδρώτες που να ξεμπλέξουν; Γι­νότανε κουρά προ της κουράς.

-Κόψ’ τα τώρα και άφησε τα χτενίσματα και το λούσιμο.

Αυτά ταπείνωναν την σάρκα και γυναίκα δεν ήθελε. Το βλέμμα απλανές δεν κοίταζε πρόσωπο ανθρώπου. Αλλά κι εκείνη η στρωμνή άλλη βάσα­νος. Σκέτο ξύλο να ισάζουν τα πλευρά. Που να βρεις ανάπαυση. Δεν ήξερες που να γυρίσεις, για να ξεκουράσεις το σώμα σου.

Σ’ αυτό το εργαστήρι βρήκα τους ανθρώπους πού μου σημάδεψαν την ζωή. Αφήνω τον Γέροντα, πού διέλαμψε σαν αστήρ φαεινός, όχι μόνον στην μάνδρα του, άλλα και σ’ ολόκληρο τον κόσμο της Χριστιανοσύνης, κι έρχομαι στους υποτακτικούς.

Αρχίζω από τον Οικονόμο τον παπα-Δαμιανό, τον τρίτο τη τάξει.

 

Ο δάσκαλος της υπομονής

Την Τριπολιτσά είχε πατρίδα. Τελείωσε κά­ποια εμπορική Σχολή, πήγε στρατιώτης και έφυ­γε για την χώρα του ευδαιμονισμού, την Αμερική. Εκεί τ' αδέλφια του διατη­ρούσαν φαγάδικο, απ' όπου περνούσαν πολλοί Έλληνες και κυρίως οι πρό­σφυγες. Ο Πόντος και η Μικρά Ασία δεν είχαν λησμονηθεί. Έκαναν πάντα λόγο για τις Εκκλησιές, τις παραδόσεις τους, τους παπάδες, τα Μοναστήρια και τις γιορτές τους.

-Σήμερα η μάνα μας δεν μας έδινε λάδι. Η λα­λά μας τίποτε δεν έτρωγε.

-Από σήμερα αρχίζει ο «Ντινάμεος». Στην πατρίδα τα ανδρόγυνα ξεχώριζαν, για να προσεύ­χονται περισσότερο.

Τα δε βιβλία για Αγίους κυκλοφορούσαν στο μαγαζί όπως οι τράπουλες.

-Το διάβασες αυτό; Είναι πολύ ωραίο. Μαθή­τευσε δεν θα χάσεις.

Η «Αμαρτωλών σωτηρία» είχε τα πρωτεία και έδινε και έπαιρνε καρδιές στην Αμερική, ενώ στον ελληνικό χώρο είχε εξαφανιστεί σαν βαρύ καλογερικό βιβλίο, μαζί με τόσα άλλα πού έθρεψαν το δούλο Γένος. Που να το συστήσουμε; Θα μας κα­τηγορούσαν πως καλόγερους θέλουμε να κάνουμε τα παιδιά τους – άπαγε της βλασφημίας! Καλοί οι καλόγεροι, στα Μοναστήρια, άλλα μακριά από την χριστιανική κίνηση κι αγαπημένοι.

Ο νεαρός Κωστόπουλος δεχότανε τις κουβέντες αυτές όπως τα γατάκια τον ήλιο, για να ανοίξουν τα μάτια τους. Αλλά εκεί πού δονήθηκαν τα εντός του ήταν η εμπεριστατωμένη μελέτη της «Αμαρ­τωλών σωτηρίας». Ένα μήνα την μελετούσε την νύχτα στο δωμάτιο του. Στην κυριολεξία την καταβρόχθισε,

-Αδέλφια, σας ευχαριστώ πού με προσκαλέ­σατε να εισέλθω εις τους κόπους σας, αλλ’ εγώ θα επιστρέψω στην Ελλάδα να γίνω καλόγερος.

Και μόνον η λέξη καλόγερος έσπαζε κόκκαλα την εποχή εκείνη, όπως και σήμερα και πάντα.

-Ορε, που θα πάς; Η Αμερική είναι ασφάλεια, είναι φτωχομάνα. Ξέχασες πού φυτεύαμε στην πα­τρίδα καλαμπόκι με το σουβλί και φύτρωνε ρίγανη; Εδώ είναι ή απόλαυση της ζωής. Στην Ελλάδα τυ­ραγνίες και βάσανα. Και ο Τούρκος καιροφυλακτεί απέναντι να μας καταπιεί.

-Όχι, όχι, θα επιστρέψω.

-Αυτά διάβαζες τόσες νύχτες;

Ο μεγάλος αδελφός ήρθε σε ρήξη με τους πε­λάτες πού έρχονταν, βαστάζοντας υπομάσχαλα τα καλογερικά βιβλία. Άρπαξε την «Αμαρτωλών σω­τηρία» και την πέταξε στον δρόμο.

-Φάγατε τον αδελφό μου. Τον παρασύρατε στα Μοναστήρια.

Ο γερο-Σμυρνιός συνοφρύαζε σ’ αυτά τα λόγια.

-Σ’ αυτόν τον δρόμο, παλληκάρι μου, δεν μπο­ρεί να παρασύρει κανείς άλλος δεν υπάρχει απο­πλάνηση, αλλά πρόσκληση θεϊκή. Μην υβρίζεις την θεϊκή κλήση, μη γίνεσαι θεομάχος είμαστε πολύ μικροί να τα βάλουμε με τον Θεό.

Μαλάκωσε ο σκληρός αδελφός και την επομένη έδωσε τα εισιτήρια στο ξεμυαλισμένο παλληκάρι για την Ελλάδα.

Σ’ ένα μήνα κατέβηκε από το βαπόρι στον Πει­ραιά. Βλέπει δυο ρασοφόρους, πού ο καλογερικός σκούφος τους πρόδιδε πώς δεν ήταν εκ του κόσμου.

-Πατέρες, πατέρες, σταθείτε.

Είχε και κάποιες αποσκευές αμερικάνικες, πού του φόρτωσαν οι γνωστοί για τους συγγενείς και του έκαναν δύσκολη την μετακίνηση.

-Έρχομαι από την Αμερική. Με παίρνετε μα­ζί σας στο Μοναστήρι;

-Ακολούθησε.

Το πρώτο πού παρατήρησα, έλεγε αργότερα ο παπα-Δαμιανός, ήταν πώς όλοι οι άνθρωποι περιεργάζοντο πρόσωπα και καταστήματα. Οι γέρον­τες πήγαιναν σφαίρα, δεν τους προλάβαινα στον βηματισμό, ακολουθούσα τρέχοντας. Και από τότε μέχρι σήμερα αισθάνομαι πώς τρέχω, για να προλάβω τον μοναχισμό. Κάποια στιγμή με ρώτησαν

-Καλόπαιδο, από που είσαι;

-Από Τρίπολη.

-Κι εμείς Τριπολιτσιώτες είμαστε και μονά­ζουμε στην Λογγοβάρδα της Πάρου.

-Όπου πηγαίνετε μαζί σας έρχομαι.

Μ’ ένα βραδυκίνητο καράβι ξημερώσαμε στην Πάρο. Την πρώτη μετάνοια έβαλα στην Καταπολιανή κι έπειτα στην Ζωοδόχο Πηγή. Η δοκιμασία σκληρή. Ποτέ δεν έψαξα ανάπαυση πάντα με βήμα γρήγορο ακολουθούσα τους γέροντες.

Ανέλαβε οικονόμος και ταμίας από τον ηγούμε­νο Ιερόθεο. Έμεινε στην θέση αύτη και επί ηγουμενίας Φιλόθεου Ζερβάκου. Θέση πού την κράτησε μέχρι τον θάνατο του. Στην δεκαετία του ’80 διαδέχθηκε τον γέροντα Φιλόθεο στην ηγουμενία. Στην ερώτηση μου

-Τί κάνεις, άγιε ηγούμενε;

Μου απήντησε:

-Σώπα, σώπα, εγώ ηγούμενος;

Υπήρξε πράος και ειρηνικός και ειρηνοποιός. Ποτέ δεν μίλησε άσχημα σε άνθρωπο και για άν­θρωπο, παρ’ όλο πού το διακόνημά του έδινε λαβές για οξύτητες. Αυτό το πέτυχε, όπως μου ομολογούσε, πάντα με την προσευχή και την υπομονή. Περπατούσε τα καλντερίμια της Μονής και ανεβοκατέβαινε τις σκάλες, λέγοντας συνεχώς «υπομονή, υπομονή».

-Γιατί, παπα-Δαμιανέ, το λες συνεχώς;

-Για να μην το ξεχάσω. Η κατάσταση της υπομονής με σώζει από πολλά πράγματα. Αργώ να κρίνω και ν’ αποφασίζω κι έτσι δεν αδικώ τον αδελ­φό μου.

Ήτανε η μάνα του Μοναστηρίου. Όποιον δάγ­κωνε η παρατήρηση ή η επίπληξη, στον παπα-Δαμιανό κατέφευγε.

-Μη στενοχωριέσαι, θα πιούμε και καφέ έχου­με και λουκούμι. Υπομονή πολλή θέλει η καλογε­ρική.

Γλύκαινε την καρδία του υποτακτικού μόνον με το αόρατο χάδι της αγάπης, χωρίς να επιρρίπτει ευθύνες σε κανένα.

Όλοι καλοί. Ο Χριστός μαζί μας. Την Θύρα του Παραδείσου όλοι χτυπούμε και κανένα δεν απο­στρέφεται ο Θεός. Η σιωπή καταισχύνει τον διά­βολο.

Αν κάποιος περίεργος πρόβαλλε στο κελλί του με τα συνηθισμένα

-Τα ‘μαθες τα νέα, παπα-Δαμιανέ;

-Τί; Κανένα καλό, κανένα καλό;

-Όχι, άσχημα χαμπάρια.

-Πήγαινε, πήγαινε.

Όχι καμιά κατάκριση δεν δεχότανε. Όλοι καλοί και ωραίοι. Στην εξομολόγηση δεν άκουγε ευχαρίστως τα συζυγικά «μου 'πε και του 'πα».

-Άσ’ τα αυτά έλα να σου διαβάσω την ευχή. Αυτά συμβαίνουν δεν είναι, άξια σχολιασμού. Η υπομονή, η ρίζα όλων των καλών, όταν υπάρχει, δεν δημιουργούνται προβλήματα. Η υπομονή, ευλο­γημένη, γεφυρώνει και τα πιο μεγάλα χάσματα. Δεν ακούς την Παναγία την είπαν γέφυρα, γιατί με την υπομονή Της κατεργάσθηκε την ταπείνωση, την κορωνίδα όλων των αρετών. Έχουμε και Άγια Υπομονή σ’ αυτήν να προσεύχεσαι να λαμβάνεις δύναμη. Ο Χριστός είπε: «Την υπομονή την χρει­αζόμαστε μέχρι το τέλος». Ο άνδρας σου, κουρα­σμένος από την δουλειά, θα πει και παραπανίσιες κουβέντες. Είναι ανάγκη να απαντήσεις; Η υπο­μονή των Αγίων κράτησε τον κόσμο και η υπομονή της γυναίκας το σπίτι.

Μπορούμε να τον χαρακτηρίσουμε τον πατέρα Δαμιανό σαν τον όσιο της υπομονής και διδάσκαλο έργω τε και λόγω. Ο ίδιος έκανε τόση υπομονή στο Κοινόβιο πού αναχαίτιζε κάθε φουρτούνα πειρα­σμού. Όλο το νησί ήξερε την διδασκαλία του παπα-Δαμιανού κι έλεγαν μεταξύ τους «Υπομονή, ευλογημένε, όπως λέγει ο παπα-Δαμιανός. Εσύ δι­κό σου ευαγγέλιο έχεις;». Δεν άρεσε και πολύ στις γριές, πού ήθελαν να καθυποβάλουν, όπως έλεγαν, στον πνευματικό τον γέρο τους, ψάχνοντας δικαίω­ση, άλλ’ ό παπα-Δαμιανός ζητούσε από τους ανθρώπους αρετές και όχι δικαίωση και δικαιώματα. Χίλια δίκια και να είχαν οι κοσμικοί, ο παπα-Δα­μιανός δεν έψαχνε το δίκιο.

Άφηνε τα αυτά -έλεγε- και δούλεψε την υπομονή. Αυτή θεραπεύει τα δίκια. Τα άλλα πυ­ρακτώνουν μίση, μνησικακίες. Και μη δίνεις εργό­χειρο στον πειρασμό. Τα δικαιώματα χωρίζουν τους ανθρώπους. Στον μωσαϊκό Νόμο το δίκιο πήγαν να εφαρμόσουν, την ισότητα του νόμου, και δεν τα κατάφερε ο άνθρωπος, γι` αυτό ήρθε ο Χριστός και θέ­σπισε την αγάπη και το συγχώριο. Εύρα τα με τον σύνδουλό σου, χωρίς να ψάχνεις καντάρια και ζυγαριές, γιατί πάντα από το δικό σου τάσι θα ρίχνεις λιγότερα βάρη. Πάρε το βάρος επάνω σου «εγώ φταίω» και καταργούνται όλα τα ζύγια. «Αν ό Θεός κρατήσει ζύγια, κανένας δεν θα σωθεί», όπως λέγει ο αββάς Βαρσανούφιος.

Είχε την ευθύνη των δοσιμάτων. Οι ελεημοσύ­νες του Μοναστηρίου περνούσαν όλες από τα χέρια του. Αυτή η μέρα ήταν η πιο χαρούμενη της εβδο­μάδος. Τα χέρια του είχανε θεϊκό άνοιγμα στους φτωχούς. Έβαζε μεταλλικά νομίσματα μέσα στα όσπρια και χαριεντιζόμενος έλεγε

-Όταν θα τα καθαρίζουν οι γιαγιάδες θα χαί­ρονται.

Γελούσε μόνος του.

Νομίζω πώς πιο πολύ χαι­ρότανε εκείνος από εκείνους που θα τα έβρισκαν.

Σαν λειτουργός και στο Μοναστήρι και στον κό­σμο είχε πάντα τα μάτια σφαλισμένα. Σαν να ήταν ο κόσμος της Λειτουργίας όλος δικός του και ήθελε να χαίρεται και να τον απολαμβάνει. Σαν τον πότη, πού, όταν έχει το ποτήρι στο στόμα του, κλείνει τα μάτια του να το απολαύσει. Το κλείσι­μο των ματιών στον κόσμο το είχαν όλοι οι Λογγοβαρδίτες, αλλά ο παπα-Δαμιανός υπερέβαλλε. Γνώριζε καλά το γνωμικό «Δια των θυρίδων ανεβαίνει θάνατος στην ψυχή». Δεν είχε ούτε ιδιαίτε­ρα καλή φωνή ούτε γνώσεις μουσικής, αλλά, όταν έψαλλε και σταύρωνε τα χεράκια του, γινότανε αληθινή εκτενής ικεσία. Η απλή του Λειτουργία ήταν επιθυμητή και αγαπητή σ’ όλους. Οι από καρ­δίας εκφωνήσεις του εύφραιναν Θεόν και ανθρώ­πους. Τα άμφια του ήταν πάντα απλά, τα ευτελέστερα των υφασμάτων. Από αυτά εμείς φτι­άχναμε στα σπίτια μας καλύμματα για τους νη­σιώτικους καναπέδες. Και όμως καμάρωνε σαν τα παιδιά, όταν φορούσαν καινούργια παπούτσια. Άκουγες τις γριές να λένε

-Σήμερα ό παπα-Δαμιανός ήτανε μες στην χα­ρά του με την παπλωματού πού φορούσε.

Στο πρόσωπο του παπα-Δαμιανού εννόησα τι σημαίνει να έχουν οι πιστοί ευλάβεια στον παπά και όχι προσωπολατρία. Άλλωστε πότε τον έβλεπαν, για να τον λατρεύσουν; Το καλό του όνομα τους αγίαζε και τους ευλογούσε, οπού και να βρίσκονταν.

Ήτανε προσγειωμένος στην πραγματικότητα της ζωής. Το Μοναστήρι μας με την λατρεία είχε και την διακονία. Δεν ήθελε να τραβούν εις μάκρος οι ακολουθίες εις βάρος των διακονητών αδελφών. Άκουγες να λέγει

-Καλά είναι· έχουμε και δουλειές. Έχουμε να μαγειρεύουμε, να βαϊλέψουμε τα ζώα. Νηστικά μέσα στην μάνδρα περιμένουν το δικό μας έλεος.

Καθόλου δεν δεχότανε τα Μοναστήρια να λει­τουργούν από τους κόπους και τις προσφορές των φτωχών ανθρώπων.

-Εμείς μόνοι μας πρέπει να ευποριζόμεθα την ζωοτροφία μας. Οι λαϊκοί έχουν πολλές υποχρεώ­σεις. Μη ζητάτε τίποτα, ούτε ευθέως ούτε συνεσκιασμένα. Αν καυχώνται για τα πολλά πού έχουν, ας τα χαίρονται με την φαμίλια τους. Αν έχει περίσ­σια, ας τα κάνει ότι θέλει. Αν μάθει να ελεεί, ακό­μη καλύτερα.

Σαν Οικονόμος τον κάθε μοναχό τον καθιστούσε υπεύθυνο στο διακόνημά του να αποδώσει, το οφειλομένον. Και τον πιο δύστροπο τον έβαζε σε δου­λεία, με τον δικό του τρόπο, πού άρχιζε χωρατά και τελείωνε επιτακτικά.

Ήταν άνθρωπος της άκρας οικονομίας. Το σιτηρέσιο πού παρέλαβε προ εξήντα χρόνια αυτό κράτησε. Ήθελε παντού να γίνεται οικονομία. Δεν ανεχότανε να χάνεται τίποτα από τα πράγματα της Μονής.

-Την σπατάλη δεν την ευλόγησε ο Θεός.

Μέχρι τα βαθειά του γεράματα με το νερό πού έπλυνε τα πόδια του σφουγγάριζε γονατιστός την κεντρική πέτρινη σκάλα του Μοναστηρίου, για να μην πάει το νερό χαμένο.

Ακόμη είναι αξιοσημείωτο το γεγονός πώς ο παπα-Δαμιανός έζησε στο νησί της Πάρου περισ­σότερο από εξήντα πέντε χρόνια και μόνον δύο φορές εξήλθε της νήσου. Αυτό ήτανε στο πλησιέστερο νησί της Νάξου, για να φτιάξει τα δόντια του. Ου­δέποτε εκδήλωσε επιθυμία ούτε στην πατρίδα του να υπάγει, ούτε τους συγγενείς του στην Αθήνα να επισκεφθεί. Οι αρετές αυτές σπανίζουν στους ση­μερινούς μοναχούς, οι οποίοι, κάτω από το παρά­πονο «άνθρωπος είμαι κι εγώ», στοιχούνε το αγιογραφικό «Εν εξόδω Ισραήλ εξ Αιγύπτου εκ λαού βαρβάρου». Θεωρούν το Μοναστήρι φυλακή και ζητούν συνεχώς εξόδους ανά τον κόσμο.

Όποιος έμενε κοντά του κάτι έπαιρνε πάντα από τον όμορφο, ανεπιτήδευτο τρόπο του. Ο παπάς αυτός, παρά τα πολλά του χρόνια, είχε θαυμάσια έκφραση. Η θέα του προσώπου του ήταν απόλαυση πνευματική. Πάντα καθόμουν απέναντι του, για να θεωρώ την δόξα της αγιοσύνης του στο πανάρχαιο πρόσωπο του. Ένα χρόνο προτού να πεθάνει τον ρώτησα

-Πώς πέρασες, παπά μου, στην ζωή σου;

-Πολύ καλά.

-Και τώρα;

-Καλύτερα.

-Από δω και εμπρός;

-Ακόμα πιο καλά.

-Ο παράδεισος;

-Όλος δικός μας.

Ούτε γωνιά, ούτε πίσω από την πόρτα. Όλος δικός μας. Με τόση βεβαιότητα το ομολόγησε, πού με κατέλαβε δέος.

Στην εκταφή του τα οστά του ήτανε κεχριμπαρένια και άφηναν αίσθηση οσίου ανδρός. Οι ευχές του από τον παράδεισο να είναι μαζί μας και με το Μοναστήρι του, στο οποίο πολλά κοπίασε από την νεότητα του μέχρι το τέλος του. Αμήν.

 

(αντιγραφή 16/12/2018, από : http://www.diakonima.gr/?p=65522 )

 

Ιερόθεος ο ουρανοβάμων

Καταγότανε από το νησί της Σύρου. Ήτανε και αυτό γεώργιο της Λογγοβάρδας. Σαν κοσμοπολίτικο κέντρο της μικρής Ελλάδος, έδινε πολλές ευκαιρίες να το επισκέπτονται οι γέροντες. Ευλα­βείς οικογένειες, όπως ήτανε του Μαλατέστα, φιλοξενούσαν τους πνευματικούς και ακροάζοντο της διδασκαλίας τους. Ο Κόλλυβας συνεδύαζε πάντοτε την διδα­σκαλία με το μυστήριο της εξομολογήσεως. Μεταξύ αυτών υπήρχε πολύ καλή μαθήτρια η μητέρα του παπα-Ιερόθεου Παραμάνη. Αυτή η αγία μάνα γέννησε το παιδί αυτό, για να το αφιερώσει στην Ζωοδόχο Πηγή.

Το ανέθρεψε με τα νάματα των αγίων Κολλυβάδων και συνεχώς του έδειχνε την νήσο Πάρο σαν την μελλοντική κατοικία του·

— Εκεί θα καταπαύσεις, παιδί μου. Εκεί υπάρ­χει εύδιος λιμένας, η Λογγοβάρδα. Εκεί οι γέρον­τες θα σε σπρώξουν έλεγε— για τον ουρανό.

Ο Ιερόθεος, όταν μεγάλωσε, πήγε στρατιώτης στην Καλαμάτα. Ο μητροπολίτης, βλέποντας την ευγένεια της ψυχής του, θέλησε να τον κρατήσει και ο νέος προς στιγμήν κάπως εθέλχθη από την δε­σποτική κουβέντα. Αλλά η μάνα έπ' ούδενί δεν το δέχθηκε. Τον άρπαξε στην κυριολεξία, τον έφερε στην Πάρο, άνοιξε την πόρτα του Μοναστηρίου, τον πέταξε μέσα, έκλεισε την πόρτα και έφυγε για την Σύρο. Στα τέλη της έγινε και αυτή μοναχή και είχε οσιακό θάνατο, όπως μαρτυρούν οι παρευρεθέντες στην τελευτή της.

Ο πατήρ Ιερόθεος υπήρξε μοναχός μεγάλης ασκήσεως και ακριβείας του μοναχικού βίου. Τα λό­για του ήταν ολίγα και μεστά χάριτος. Εξήσκησε την νοερά προσευχή όσον ολίγοι στην εποχή του.

Γνώριζε πολύ καλά αυτόν τον τρόπο επικοινωνίας με τον Θεό και μπορούσε να βοηθήσει τον νεοφώτι­στο στην μοναχική πολιτεία. Η μεταδοτικότητα του την ώρα της εξομολογήσεως ανέπαυσε πολλές ψυχές. Ήτανε πολύ σοβαρός άνθρωπος και δεν επέ­τρεπε στον εαυτό του ούτε ν' ακούει ούτε να διη­γείται ελαφρότητες. Μιλούσε για τους αγίους, πού εμαρτυρούντο από την Καθολική Εκκλησία.

Κάτι σύγχρονες αγιολογικές κινήσεις τις θεωρούσε πα­ραμύθια και όχι σοβαρά πράγματα για πνευματι­κούς ανθρώπους, κι έλεγε χαρακτηριστικά

—Και η μύγα βγάζει ξύγκι, αλλ' είναι άχρη­στο.

Στην εξομολόγηση βοηθούσε τα μέγιστα τους νέους μοναχούς. Πίστευε ότι κάποια πράγματα βγαίνουν από μέσα μας μόνον κατόπιν πολλής προ­σευχής και ασκήσεως. Ο άνθρωπος είναι αδύναμος να ξερριζώσει τα πάθη χωρίς την συνεργεία της θεί­ας Χάριτος. Γι' αυτό και έλεγε στους ανθρώπους, πού δεν αφήνονταν στην Χάρη του Θεού:

—Αυτά πού έχεις δεν βγαίνουν από μέσα σου.

Όποιος ήθελε πραγματικά να τον εκτιμήσει, έ­πρεπε να εξομολογηθεί στον ίδιο εν πάση ειλικρί­νεια.

Ο παπα-Ιερόθεος ανέβαζε το πνευματικό επί­πεδο της Μονής Λογγοβάρδας περισσότερο και από τον γέροντα Φιλόθεο. Είχε υπό ευθύνη του την εσωτερική λειτουργία της Μονής. Κρατούσε τους νέους σε πνευματική επαγρύπνηση. Το μάτι του ήτανε ανύστακτο επάνω τους. Καθόλου δεν ήθελε ο νέος μοναχός να παραμένει επί μακρόν στο κελλί του.

—Κοπίασε στα νιάτα σου, πρόσθετε κάθε μέρα κόπους πάνω στους κόπους, για να έχεις άνεση όταν γηράσεις.

Όσο μπορούσε να κουμαντάρει τα εσωτερικά, το Μοναστήρι ανθούσε. Όταν έπεσε, χάθηκε το μεγαλείο της λειτουργίας του. Η πατημασιά του παπα-Ιερόθεου ήτανε ζωντανή παντού και στα πρακτικά πράγματα της Μονής και στα πνευματι­κά. Ο αρρενωπός του χαρακτήρας έδινε πνοή και ζωή στα πάντα.

Τις συντυχίες με τους κοσμικούς τις απέφευγε. Οι λίγες του κουβέντες ισορροπούσαν τις σχέσεις του Μοναστηρίου με τον κόσμο. Ο αγαπητός του κόσμος ήταν οι μοναχοί και τα Μονα­στήρια. Στην λατρεία στεκότανε αγέρωχος σαν καβάκι στους υδρότοπους. Το πρόσωπο του χανό­ταν μέσα στο κάπνισμα του πολλού λιβανιού πού θύμιαζε παιχνιδίζοντας με το θυμιατό (ενώ ο παπα-Δαμιανός ήθελε το θυμιάτισμα άφωνο και άτο­νο). Η φωνή του δεν ήταν καθόλου μελωδική. Ήταν σαν φωνή υδάτων πολλών, πού αφύπνιζε τον άνθρωπο της καλοπέρασης. Εργαζότανε συνεχώς και αόκνως. Σε μια επίσκεψη μου στο Μοναστήρι, άκουσα την ευχή να βγαίνει μέσα από πίθο. Κοίταξα τον γέροντα να έχει κάψει ένα μεγάλο κρα­σοβάρελο και να είναι μέσα να το ξύνει.

—Έ, γέροντα Ιερόθεε, ακόμη δουλεύεις;

—Παρακαλώ τον Θεόν να μ' έχει καλά να εργά­ζομαι, για να μένει χρόνος στους νεωτέρους αδελ­φούς μου να μελετούν και να προσεύχονται.

Εργάστηκε εκ του αφανούς και για τα δύο γυ­ναικεία Μοναστήρια της Πάρου. Εφημέρευε σε όλες τις γιορτές στην Μονή του Δάσους με πολλή προσοχή και υπευθυνότητα. Βοήθησε στο κτίσιμο της Μονής Θαψανών. Παρά την ηλικία του, δούλεψε φτυάρι και μαλά περισσότερο κι από εργάτης. Ό­ταν όμως έβλεπε τα γυναικεία Μοναστήρια να ξε­φεύγουν από την παράδοση, τα αποκαλούσε τουριστικές λαύρες. Κάποτε του έδειξαν φωτογραφίες από γυναικείο Μοναστήρι, με την παράσταση του Γολγοθά με πετρίτσες και λουλουδάκια. Και είπεν ο γέρων

—Αυτές οι δύστυχες δεν εγκατέλειψαν ακόμα τον χώρο τους.

Τα δε τραγουδάκια των καλογραιών καθόλου δεν ήθελε να τα ακούει. Υποστήριζε πώς ο μονα­χισμός είναι στάση και τάξη πού ταιριάζει στην αρσενική φύση. Ήθελε τον μοναχισμό αρχαίο και παραδοσιακό.

Από την πολλή δουλειά, τα τελευταία χρόνια της ζωής του έτρεμαν τα χέρια του. Αλλά και πάλι κάτι, προσπαθούσε να φτιάξει. Τα γλυκανάλατα δεν τα πήγαινε καθόλου και γι' αυτό και οι φαιδρούληδες τον αποκαλούσαν σκληρό και αδυσώπητο. Αλλά η σφραγίδα του, παρά τα χρόνια πού πέρασαν από την κοίμηση του, έχει μείνει, ανε­ξίτηλος στο Μοναστήρι.

Η Λογγοβάρδα είναι τραχύ Μοναστήρι. Δεν παίζει. Δεν βάζει νερό στον οίνο. Τον πίνει, πάντα άκρατο.

 

Ψάρι στο πέλαγος του Κοινοβίου

Ένα από τα ωραία θεάματα του αισθητού κό­σμου είναι να βλέπεις τα ψάρια μέσα στα πελάγη. Αν μάλιστα έχεις δυνατότητα να δεις τον βυθό της θάλασσας, εκεί θα θαυ­μάσεις εικόνες παρόμοιες και ανώτε­ρες από της ξηράς. Θα δεις κάμπους κατάφυτους από φύκια και κοράλλια. Και λοφίσκους κατάμεστους διαφόρων φυτών. Και να βόσκουν κοπαδιαστά τα ψάρια. Εκεί ευφραίνεται το μάτι να βλέπει και η ακοή να απο­λαύει ησυχίας. Τα ψάρια μήτε βήχουν μήτε βελάζουν, και όμως ζουν και αυξάνονται όπως όλη η δημιουργία.

Αυτήν την εικόνα έλα να την μεταφέρουμε στον κόσμο ενός Κοινοβίου. Μόνον από την κίνηση κα­ταλαβαίνεις πώς αυτά τα ψάρια είναι ζωντανά.

Ένα τέτοιο ψάρι υπήρξε ο γερο-Σαμψών στην Λογ­γοβάρδα. Μόνον από την κίνηση καταλάβαινες πώς ζει αυτό το μαριδάκι. Για πολλά χρόνια πίστευα πώς έχει μεν ακοή, αλλά στερείται ομιλίας. «Καλότυχος —έλεγα καθ' εαυτόν— του έδεσε ο Θεός την γλώσσα, για να μην αμαρτάνει». «Όστις εν λόγω ου πταιει ούτος τέλειος ανήρ». Έπειτα από σαράντα χρόνια τον άκουσα να διαβάζει τις εννέα ωδές «'Άσωμεν τω Κυρίω, ένδόξως δεδόξασται…γαρ ...». (Ήτανε και αυτό παράδοσις από τους αγί­ους Κολλυβάδες.) Δόξασα τον Θεό, πού μου γνώρισε τέτοιους αθλητές. Ευθύς ως έγινε μοναχός έκλεισε το στόμα του και άφησε ελεύθερα τα χέ­ρια και τα πόδια του στην διακονία. Ο οικονόμος της Μονής δεν ολοκλήρωνε τ' Όνομα του και βρισκό­τανε μπροστά του, έτοιμος να εκπληρώσει κάθε προσταγή. Όποιος είχε ανάγκη βοηθείας στο Μοναστήρι το «Σάμψ» φώναζε. Ήταν βέβαιος πώς δεν θα άκουγε ούτε «σε λίγο» ούτε «περίμενε, έχω δουλειά». Πρώτα των άλλων τα διακονήματα και τελευταία το δικό του.

Στην Εκκλησία έφτιαχνε τα Κόλλυβα και υπη­ρετούσε στο Ιερό. Η παρουσία του ήτανε περισσό­τερο σκιά, παρά φιγούρα ανθρώπου. Το λεπτό και κυρτωμένο του σώμα με την μικρή γενειάδα έμοι­αζε με Ιεράρχη πού σέβιζε στην κόγχη του ιερού Βήματος. Δεν δέχθηκε ποτέ να φορέσει ξένα δόντια. Έκοβε το ξηραμένο ψωμί του Μοναστηρίου με τα ούλα. Κι όταν τον έβλεπες να τρώγει, έμοιαζε περισσότερο με παιδί πού αλλάζει, δόντια, παρά με γέρο φαφούτη. Άπλωνε το χέρι του να πάρει ψωμί από το τραπέζι τόσο συνεσταλμένα, σαν να μη του ανήκε τίποτε από τα παρατιθέμενα. Πάντα υπήρξε ντροπαλός, ξένος.

Είχε και το διακόνημα για τις κοτούλες. Κα­νείς δεν τον έπαιρνε είδηση πότε τις φρόντιζε, και όμως πάντα ήτανε ποτισμένες και ταϊσμένες.

Όταν επρόκειτο να ταξιδέψει, υπολόγιζε πόσες μέρες θα λείψει από το κελί του κι έκανε διπλό κανόνα, μη τυχόν και δεν τον βοηθήσουν οι συνθή­κες της παραμονής του να εκτελέσει τις επιτασσόμενες προσευχές. Φεύγοντας για τα άνω δώματα, έλεγε·

—Αδελφοί μου, προτιμάτε τον κανόνα από την βρώση και την πόση.

Με αυτά πού γράφω δεν πιστεύω πώς εκφράζω τον πλούτο αυτής της ουράνιας αποθήκης. Αλλά ας με συγχωρέσει ο όσιος. Όπως η ομορφιά του βυθού της θαλάσσης δεν συγκρίνεται, με την επιφάνεια, έτσι και το βάθος της καρδίας του πατέρα Σαμψών μ' αυτά πού βλέπαμε. Άλλωστε υπήρξε πάντα τό­σο φευγαλέα μορφή, πού καθόλου δεν άφηνε να τον παρατηρήσεις. Αυτά τα ολίγα πού έκλεψα έγραψα. Πιστεύω στον Παράδεισο να κάνει και λίγο παραστόλι, για να τον απολαμβάνουν και να μην κρύβε­ται όπως ο Αδάμ στις φυλλωσιές των δένδρων.

Καθένας πού γνώρισε την Λογγοβάρδα σαν πνευματικό φροντιστήριο μπορεί να ψάλλει με πλατύ στόμα και αγγελιασμένη καρδιά «Εξήνθησεν η έρημος ωσεί κρίνον, Κύριε», Πως να μην υμνήσω τον μπροστά από τον Φιλόθεο ηγούμενο Ιερόθεο; Τον οποίον, όταν προσκαλούσαν να διαβά­σει δαιμονισμένο, φώναζαν οι πειρασμοί: «Τί τον θέλετε αυτόν τον κλαψιάρη και τον καλείτε;» -Και ο άγιος Νεκτάριος, πού τον γνώρισε, θαύμασε την ασκητική του βιωτή.

Πως να ξεχάσω τον Νεκτάριο τον γλυκύ, που αντάλλαξε τα μεταξωτά του Παρισιού με τα τρίχινα ενδύματα και χρησιμοποιούσε μαντήλι στην κυριολεξία καραβόπανο; Συνεχώς μου έλεγε·

—Θεολόγος είναι μόνον αυτός που έχει το αυτί του ακουμπισμένο στο στήθος του Χριστού και ακούει τους κτύπους της καρδιάς Του.

Ακόμη έλεγε

—Ίδιον των πολιτισμένων και καλλιεργημένων ανθρώπων είναι η ηρεμία. Οι ταραχές και τα ξεσπάσματα των νεύρων είναι ίδιον των αγρίων λαών.

Και, για να εξυψώσει τον πολιτισμό των Ευρω­παίων, έλεγε πώς στην Γαλλία και τα βόδια ήρεμα μουγκρίζουν, ενώ στην Ελλάδα απότομα και τρα­γικά.

Ν' αφήσω αμνημόνευτο τον Φιλόθεο τον ράπτη, ο οποίος ενεκλείσθη στις φυλακές του Κορυδαλλού από τους Γερμανούς και υπέστη τα πάνδεινα για την εθνική του δράση, χωρίς να προδώσει την πατρίδα; Συνόδευε τον παπά-Δαμιανό σε όλα τα 'ξωκλήσια να ψάλει με την χαρακτη­ριστική φωνή του κλαυθμυρίζοντας μωρού. Και αυτό το έκανε και τον χειμώνα και το καλο­καίρι ήρεμα και σεβαστικά. Οι μεταβάσεις γινότα­νε με υποζύγια. Ξεκινούσαν τα βαθειά χαράματα, για να βρεθούν στην ώρα τους στην Εκκλησιά που θα λειτουργούσαν.

Ν' αφήσω στην λήθη τον Χαρίτωνα, τον παλαιό και τον νέο, τους πολύ κοπιάζοντας; Ή τον Ιάκωβο τον Άγγλο, πού αντάλλα­ξε κάθε διδακτική έδρα με την σκληρή αγροτική ζωή; Ακόμη μου έρχονται στην ενθύμηση ο Λεόντιος ο διδάχος και ο Φιλάρετος ο ζωγράφος Χαρίτωνα και καλλικέλαδος ψαλτής.

Ακόμα διατηρώ στην μνήμη μου τον απέριττο Κοσμά τον Λευκιανό με τον αδελφό του Ιωάσαφ τον απλούν, της ξενιτειάς το καύχημα. Ο μικρότερος αδελφός, ο Κοσμάς, πα­ρακαλούσε τους πατέρες να τους αφή­σουν να μαζέψουν όλο τον ελαιόκαρπο, όσος κι αν ήταν αυτός, γύρω από το Μοναστήρι και να μην ανέβουν την βου­νοκορφή και βρεθούν στα πίσω λιοστάσια και δουν τα βουνά της πατρίδας τους Κοσμάς και χάσουν την ξενιτειά.

Ν' αφήσω και τον Λάζαρο τον πάνυ αστείο, ο οποίος το διάστημα των δύο ωρών το έκαμε σε μία, πεζοπορών για την εξυπηρέτηση της Μονής στην έκτακτο αλληλογραφία; Και το μικρό Φιλοθεάκι, ο μάγκιπας, είχε την αγωνιστικότητα του. Πόσα θα μπορούσα να πω για τον Βαρλαάμ τον παραηγουμενιάρη, πού συνεχώς μου έλεγε· «Ο Γέροντας ξεκουράζεται». Έφτιαχνε αλοιφές με βότανα, θειάφι και κερί και βοήθησε πολύ κόσμο τα χρόνια της κατοχής στην μεγάλη έλλειψη φαρμάκων. Θα έχω κρίμα, αν δεν μνη­μονεύσω και τον γέροντα Μιχαήλ, που Βαρλαάμ η παρουσία του με γέμιζε. Και τον γέροντα Αντώ­νιο από την Πούντα της Πάρου, ο οποίος συνεχώς φύτευε δένδρα, για να βρούνε οι αδελφοί παρηγοριά μετά τον θάνατο του.

Δεν πρέπει, να αφήσω αμνημόνευτο και τον γέ­ροντα του κήπου, πού ποτέ δεν έμαθα τ' όνομα του. Δεν είχαν την συνήθεια αυτή οι γέροντες, να αυτοσυστήνονται. Μου ήταν όλοι γνώριμοι και χωρίς να έ­χουμε ιδωθεί ποτέ. Αυτός κατάκοπος γέρων στις αγρυπνίες καθότανε ένα στασίδι, πίσω από μένα. Κά­θε τόσο σηκωνόταν όρθιος και, σηκώνοντας τα χέ­ρια του, έλεγε το ψαλμικό: «Δόξα τω Θεώ, δόξα τω Θεώ, πάντα εν σοφία εποίησας, Κύριε. Κοιμάσαι δέ­κα λεπτά και ξυπνάς φρέσκος-φρέσκος και παρακο­λουθείς την ακολουθία σαν να την ακούς για πρώτη φορά». Βέβαια τα δέκα λεπτά του παππού ήτανε μία ώρα. Εγώ γέλαγα για του παππού την απλότητα.

—Γέλα -μου έλεγε- παιδί μου, προτού σε φορ­τώσουν τα βάσανα της ζωής και χάσεις την χαρά.

Όλες αυτές οι αφοσιωμένες ψυχές στην αγάπη και τη διακονία του Κυρίου μας αποτελούν μία πα­νέμορφη δέσμη ευωδιαστή κρίνων της ερήμου. Μα­κάρι ο Θεός ποτέ να μη μας στερήσει την ευωδιά τους. Τις γνώρισα άλλες πολύ και άλλες ολίγον, πλην ενός για τον οποίον ήκουσα. Είδα την βία πού κατέβαλλαν, και δείλιασα, αλλά και την αγάπη, την προθυμία και την θέρμη της καρδιάς τους, και ενθαρρύνθηκα στον τρόπο αυτής της ζωής. Οσφράνθηκα την ευωδιά των λουλουδιών τους. Γεύθηκα τους καρπούς τους και πάντα νοσταλγώ να στοιχηθώ στους αγίους ώμους τους. Αν τους ξεχάσω, φοβάμαι τις αρές του ψαλμού, πού συνέθεσαν οι Εβραίοι στην Βαβυλώνα.

Πατέρες άγιοι, εγώ σας θυμάμαι και σας μνη­μονεύω. Θυμηθείτε κι εμένα στην Εκκλησία των πρωτοτόκων, των απογεγραμμένων στο βιβλίο της ζωής.

Πάντοτε στον μοναχισμό θα βρίσκει κρυστάλ­λινο ποτήρι η Εκκλησία, χωρίς άλατα και δαχτυλιές, να πίνει ανεπιφύλακτα νερό.

 

( αντιγράφηκε 16/12/2018, από http://apantaortodoxias.blogspot.com/2009/12/1.html )

 

Αυτοί που μου δίδαξαν την αγία βία

Τις μέρες πού έκανα τοποτηρητής στην Λογγοβάρδα πήγα μια μέρα στην κατοικία του Μοναστηρίου, πού μόνιμα έμενε ένα γεροντάκι, πού είχε την ευθύνη των ζωντανών της Μονής. Πλησιά­ζοντας, βλέπω τον γέροντα Γαβριήλ, 92 χρόνων, να μεταφέρει τροφή για τα γουρουνάκια. Από το ένα του χέρι βα­στούσε το μπαστουνάκι του και από το άλλο τον γκαζοτενεκέ με την τροφή, πού 'τανε αλεύρι και πί­τουρο, αναμεμιγμένο με νερό. Πήγαινε βήμα-βήμα.

—Τι κάνεις αυτού, γερο-Γαβριήλ; Αν πέσεις, θα σε φάνε κ' εσένα τα γουρούνια.

—Γέροντα μου, το Μοναστήρι είναι αγροτικό. Φέτος τίποτα δεν θα πάρουν από τα κριθάρια. Αν δεν έχουν ένα ζώο να πουλήσουν, πώς θα πορευθούνε;

Κι ο πολυθρύλητος οικονόμος της Μονής, ο παπα-Δαμιανός, με το νερό πού έπλενε τα πόδια του, μέχρι τα 90 του χρόνια σφουγγάριζε την σκάλα πού ανέβαινε στα κελιά. Κι όχι, με κάποια σφουγγα­ρίστρα με κοντάρι, αλλά γονατιστός από σκαλί σε σκαλί καθάριζε την σκάλα.

Η βία είναι χαρακτηριστικό των αγίων και των προοδευτικών ανθρώπων. Εκείνοι πού καταβάλλουν βία στα υλικά, έχουνε βία και στα πνευματικά.

—Γερο-Γαβριήλ, προφθάνεις να κάνεις τον κα­νόνα σου, που όλη την ήμερα βολοδέρνεσαι στα χω­ράφια και φροντίζεις τα ζώα, για να έχει το Μοναστήρι γάλα και αυγά;

—Ναι, Γέροντα και τον κανόνα μου και τις ακολουθίες κάνω.

 

Ο μπάρμπα-Νικόλας στην Μονή Λογγοβάρδας της Πάρου

Ο μπάρμπα-Νικόλας πολύ νωρίς πήγε κοπέλι στο Μοναστήρι. Δόθηκε αμισθί στην υπηρεσία των Γερόντων. Μετά την στρατιωτική του θητεία, γύρισε στα παλιά του λημέρια στο Μοναστήρι της Πα­ναγίας. Ανέλαβε την πιο ταπεινή διακονία.

Περιποιόταν τα μεταγωγικά ζώα και τα ετοίμαζε για την μεταφορά των Γερόντων στις διάφορες απο­στολές. Όταν μεγάλωσε, μου εκμυστηρεύτηκε τους καημούς του.

—Αχ παιδί μου, φοβάμαι πώς άνθρωπος δεν θα βρεθεί να φροντίζει τα ζώα για τους παπάδες μας. Θα πιάνουνε τα βρωμισμένα και κατουρημένα σχοι­νιά κι έπειτα θα λειτουργούνε. Δύστυχα χρόνια σας περιμένουν. Μόνον καλαμάρια θα βαστούνε και ο εαυτός τους πάνω απ' όλους. Θα απουσιάζει τέλεια από την καρδιά τους η αγάπη, ο σεβασμός και προ-πάντων το πνεύμα της αυτοθυσίας. Τα χέρια θα τα θέλουν τρυφερά σαν των κοπελούδων. Τα ρούχα κα­θαρά, ατσαλάκωτα. Λουσάτοι θα περπατούν σκόλη-καθημερινή. Κάθε τι πού βρωμίζει τα χέρια θα το αποφεύγουν, αλλά της ψυχής την βρωμιά θα την στοιβάζουν όπως τ' αλώνια τα στάχυα στην θημωνιά. Τις μυρωδιές από μακριά θα τις οσφραίνεσαι. «Έρχεται άνθρωπος —θα λες— περιποιημένος». Αλλά στο πρόσωπο του δεν θα σημειώνεται το φως του Χριστού. Θα είναι απεχθής, αποκρουστικός, και θα λες: «Καλύτερα να συναντούσα θηρίο, παρά άνθρωπο». Γιατί και τα ζώα, αν δεν τα τρομάξεις με αγριάδες, έχουν και αυτά χάρη μέσα στον δικό τους χώρο. Εδώ πού κάθομαι, βλέπω και ακούω τα παιχνίδια των πουλιών στον ευκάλυπτο και ευφραί­νομαι. Και τα αποκρουστικά ποντίκια έχουνε χαρούμενα παιχνίδια μεταξύ τους.

Συνέχισε για πολλή ώρα να αράδιαζε», τα σκιρ­τήματα των ζώων μέσα στην φύση και έλαμπε το πρόσωπο του σαν να χοροπήδαγε και αυτός μαζί τους.

Ο γερο-Νικόλας είχε το πάθος του καπνίσμα­τος.

—Δυστυχώς —μου έλεγε— μου έμεινε αυτό το πάθος, για να είμαι αφ' εαυτού μου παραγκωνισμένος και από τον Θεό και από τους ανθρώπους. «Άφησε τον -λέγει ο πειράζων- δικός μου είναι, αφού φουμέρνει».

Τον ρώτησα αν κάπνισε εντός του Μοναστη­ρίου.

—Ποτέ, παιδί μου. Πάντα βγαίνω έξω στην άκρια της πεζούλας, γιατί η Παναγία πάνω από την εξώθυρα πολλές φορές με παρηγόρησε. Ο καπνός του τσιγάρου μακριά από τους θησαυρούς της πίστεως μας.

Ο γέροντας Φιλόθεος πολλές φορές του πρότει­νε το μοναχικό σχήμα.

—Όχι, δεν συμβαδίζει στον δρόμο της αφιέρω­σης τσιγάρο και μοναχισμός. Στο χέρι του μοναχού πάντα το κομποσχοίνι και ο Σταυρός υπάρχει. Θα σας πω εγώ πότε θα είμαι έτοιμος για τα ενδύμα­τα των μοναχών.

Σαν διάβηκαν τα χρόνια και κόντυναν οι μέρες της ζωής του, τον αμείβει ο Θεός, προβλέποντας τον θάνατο του. Καλεί τον ηγούμενο στο κελλί του.

—Γέροντα, σε σαράντα μέρες φεύγω. Τελείωσε με μοναχό. Να μη σας αποχωριστώ ούτε στην άλλη ζωή, γιατί άκουσα από τους παλαιούς πατέρες, πώς άλλος ο τόπος των μοναχών στην αιώνια ζωή και άλλος των λαϊκών.

Έγινε μοναχός μέσα σε μια βαθειά κατάνυξη. Κανείς δεν πίστεψε την πρόρρησή του. Όμως σε τεσσαράκοντα μέρες μετέστη, για να λάβει τα γέ­ρα των κόπων του. Στην ταφή του ευωδίασε άρρη­τη μυρωδιά. Οι άνθρωποι πού κατέβασαν το σώμα στον τάφο έλεγαν

—Αν δεν μας πιστεύετε, μυρίστε τα χέρια μας.

Ο Γέρων πρόσταξε να γονατίσουν όλοι προς ανατολάς. Όταν τελείωσαν την προσευχή, κάλυ­ψαν τον τάφο. Σ' όλους έμεινε η βεβαιότητα: «Ο Κύριος τον συγκαταρίθμησε μετά των απ' αιώνος Οσίων».

Η ευχή του να μας κρατήσει στην ταπείνωση και την αγία αφανή διακονία. Αμήν.

 

Το τέλος του μοναχού Δανιήλ του Κρικελλιώτου 

Μεσουρανεί η γερμανική Κατοχή. Η πείνα και η αρρώστια σαρώνει κάθε ηλικία. Ο ένας κατόπιν του άλλου επιστρέφει στην γήν εξ ης ελήφθη. Είναι τόσο απεχθή τα πρόσωπα των νεκρών, που ακόμη και η μάνα δυσκολεύεται, να δώσει το στερνό φιλί στο παιδί της. Τα νησάκια γονάτισαν από τον απο­κλεισμό και τον περιορισμό. Και ο κατακτητής έγι­νε δυστυχέστερος των κατακτημένων. Μουλάρια και γαϊδούρια αποσυντεθειμένα και σκουληκιασμένα μα­γειρεύουν στο καζάνι τους, για να ικανοποιήσουν την πείνα τους. Η Μονή Λογγοβάρδας περιορίζει την σί­τιση των μοναχών στο ελάχιστο, για να προσφέρει φαγητό στους κατοίκους του νησιού. Κάθε δύστυχος και πεινασμένος εκεί καταφεύγει. Ξέρει πώς η Ζωοδόχος Πηγή αστείρευτα πηγάζει ιάματα.

Εκείνον τον καιρό ένας από τους ασκητικότε­ρους μοναχούς της Αδελφότητος πλησιάζει στην δύ­ση της ζωής. Αυτός είναι ο Δανιήλ από το Κρίκελλο της Ευρυτανίας. Μοναχός σπουδαίος. Στόχευε πάν­τα την αιώνια ζωή. Έβλεπε πατρίδα μόνιμη τον ουρανό.

Χτύπησε η καμπάνα μετά τον Εσπερινό με τον χαρακτηριστικό ήχο του στερνού αποχαιρετισμού. Όλοι οι μοναχοί συγκεντρώθηκαν έξω από το μικρό του κελλί. Στάθηκαν σε δυο σειρές, φέροντες όλη την μοναχική πανοπλία, μέγα σχήμα, ράσο και κου­κούλι. Σαν να γινότανε Λειτουργία. Όχι με βαριεστιμάρα και προχειρότητα «Δεν βαριέσαι μεταξύ μας είμαστε· μήπως υπάρχει κόσμος να μας δει;». Οι φέροντες ιεροσύνη εισήλθαν στο κελλί του ετοιμοθάνατου. Άρχισε το άγιο Ευχέλαιο. Όλοι γονά­τισαν στην συγχωρητική ευχή. Όλοι μυρώθηκαν από το ίδιο βαμβάκι που σταύρωσε το μέτωπο τού Δανιήλ. Σε λίγο έρχεται ο αρραβώνας της αιώνιας ζωής. Όλοι με ξέσκεπη την κεφαλή σιγά ψιθυρί­ζουν: «Σώμα Χριστού μεταλάβετε, πηγής αθανάτου γεύσασθε. Γεύσασθε και ίδετε ότι χρηστός ο Κύ­ριος». Και κατόπιν ο αποχαιρετισμός, κατά τον οποίον ο Δανιήλ με τον δικό του τρόπο πλήρωσε τις καρδιές των μοναχών με την ελπίδα της κοινής ανα­στάσεως. Ο μισονεκρωμένος Δανιήλ, ανακαθισμένος στο κρεβάτι του, σηκώνει αποχαιρετιστικά τα χέρια, και στον κάθε μοναχό που υποκλίνεται μπροστά στην κλίνη του κράζει και βοά

—Αδελφοί μου, αναχωρώ για την άνω Ιερουσα­λήμ, αναχωρώ για την άνω Ιερουσαλήμ...

Και τα γερασμένα χέρια επιστρέφουν στο σώμα γεμάτα θεία χάρη, μετά τον τελευταίο υποκλιθέντα μοναχό. Και η ψυχή αποχωρεί για τα άνω δώμα­τα, για την κατοικία των πρωτοτόκων, για την χώρα των ζώντων, χωρίς ρόγχο και αγωνία θανά­του. Άφησε βεβαία σε όλους τους μοναχούς την ελπί­δα της αιώνιας ζωής. Έτσι, φεύγοντας για τα κελιά τους, έλεγαν

—Από σήμερα ο αδελφός μας Δανιήλ βρίσκεται στον παράδεισο του ουρανού.

  

( αντιγράφηκε 16/12/2018, από http://apantaortodoxias.blogspot.com/2009/12/2.html  )