Ευχές των Κατηχουμένων (Ευχή διά Προσφωνήσεως, Συναπτή)· Πόσοι προσεύχονται παράλληλα και ταυτόχρονα; Αναφορές Ιω. Χρυσ.

Θέματα για την λειτουργική πράξη και ευταξία της Εκκλησίας, και για σχετικούς Ιερούς Κανόνες.
Άβαταρ μέλους
Παναγιώτης
Διαχειριστής
Δημοσιεύσεις: 907
Εγγραφή: 07 Φεβ 2008, 05:43

Ευχές των Κατηχουμένων (Ευχή διά Προσφωνήσεως, Συναπτή)· Πόσοι προσεύχονται παράλληλα και ταυτόχρονα; Αναφορές Ιω. Χρυσ.

Δημοσίευση από Παναγιώτης »

Εὐχές τῶν Κατηχουμένων (Εὐχή διά Προσφωνήσεως, Συναπτή)· Πόσοι προσεύχονται παράλληλα καί ταυτόχρονα; Ἀναφορές Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, καί περί Προσευχῆς στήν Λειτουργία

Παν. Δ. Παπαδημητρίου, αʹ ἔκδοσις, 22/7/2024




(δεῖτε τό pdf γιὰ καλύτερη ἀνάγνωση)


Ἡ Παράδοσις τῶν διὰ Προσφωνήσεως Εὐχῶν, ἀναδεικνύει τὴν Παράδοσιν τῶν Μυστικῶν Εὐχῶν τῆς Λειτουργίας.


Ἡ Εὐχὴ διὰ Προσφωνήσεως ὑπὲρ τῶν Κατηχουμένων (Κατηχούμενα), καὶ ἡ ἀνάλυσή της ἀπό τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο (+407), εἶναι στὴν οὐσία ὁ «ὁδηγός» γιὰ τὴν παράδοσιν τῶν Συναπτῶν Εὐχῶν. Σήμερα ἔχει ὡς ἑξῆς·

Ὁ Διάκονος· Εὔξασθε οἱ κατηχούμενοι τῷ Κυρίῳ.

Πῶς ἐννοεῖ ἡ προσφώνηση νὰ προσευχηθοῦν οἱ Κατηχούμενοι; Ἐκφώνως; Φυσικά ὄχι. Ἐννοεῖται, καθ’ ἑαυτόν, ἐν σιγῇ, μυστικῶς, κατὰ διάνοιαν, μέσα τους, ἄνευ ἐξωτερικῆς φωνῆς,1 βλ. [ΠΠ7], [ΠΠ8]. —Αὐτὴ εἶναι προσφώνησις τοῦ Διακόνου πρὸς τοὺς παρισταμένους Κατηχουμένους γιὰ νὰ προσευχηθοῦν. Ἄρα ἄνευ Κύριε ἐλέησον.

Οἱ Κατηχούμενοι προσεύχονταν καὶ ἐν σιγῇ, κατὰ διάνοιαν, καὶ στὰ πρῶτα χρόνια γονατιστοί.2 Παράλληλα, ὡς δείχνει ἡ ἐπόμενη προσφώνησις πρὸς τοὺς πιστούς, καὶ οἱ πιστοὶ προσεύχονται γιὰ τοὺς κατηχούμενους,3 ἐν σιγῇ, κατὰ διάνοιαν.4


Ὁ Διάκονος· Οἱ πιστοί,5 ὑπὲρ τῶν κατηχουμένων δεηθῶμεν,6 ἵνα ὁ Κύριος αὐτοὺς ἐλεήσῃ.

Οἱ Χοροὶ ἐναλλάξ (ἀρχομένου τοῦ αʹ)· Κύριε, ἐλέησον.

Ὁ Διάκονος· Κατηχήσῃ αὐτοὺς τὸν λόγον τῆς ἀληθείας.

Ὁ Διάκονος· Ἀποκαλύψῃ αὐτοῖς τὸ εὐαγγέλιον τῆς δικαιοσύνης.

....



Στὶς Ἀποστολικὲς Διαταγές, ἡ πρώτη αἴτησις εἶχεν ὡς·

Οἱ πιστοὶ 5 κατὰ διάνοιαν 7 ὑπὲρ αὐτῶν [τῶν κατηχουμένων] προσευχέσθωσαν, λέγοντες· Κύριε ἐλέησον.8



Τί ἀκριβῶς ἔχομεν ἐδῶ στὰ Κατηχούμενα; Πόσοι προσεύχονται ταυτόχρονα, παράλληλα;

Ἔχομεν:

α. τοὺς Κατηχουμένους ποὺ προσεύχονται ὑπὲρ ἑαυτῶν ἐν σιγῇ, μυστικῶς, κατὰ διάνοιαν, δηλ. μέσα τους, ἄνευ ἐξωτερικῆς φωνῆς,

β. τὸν Διάκονον ποὺ ἀναγινώσκει (ἐκφώνως) τὴν διὰ Προσφωνήσεως Εὐχήν [ΠΠ7], [ΠΠ8] (ἤτοι τὰ Διακονικά),

γ. τοὺς Πιστοὺς ποὺ προσεύχονται ὑπὲρ τῶν Κατηχουμένων λέγοντες καὶ αὐτοὶ ἐν σιγῇ, μυστικῶς, μέσα τους, κατὰ διάνοιαν, τό Κύριε ἐλέησον,

δ. τοὺς Ἱεροψάλτας ποὺ ψάλλουν λιτῶς 9 τό Κύριε ἐλέησον, καί

ε. τὸν Ἱερέα ποὺ ἐπεύχεται μυστικῶς,10 τὴν Ἱερατικήν του Εὐχήν ὑπὲρ τῶν Κατηχουμένων. 6


Ἀπὸ τοὺς ὁποίους, ὁ μὲν Διάκονος καὶ ὁ Ψάλτης ἐν φωνῇ, οἱ δὲ Κατηχούμενοι, ὁ πιστός Λαός, καὶ πρὸ παντὸς ὁ Ἱερεύς ἐν σιγῇ, διὰ τὸ μυστικὸν τῆς Προσευχῆς.11

Ἄρα προσεύχονται ταυτόχρονα, παράλληλα, πέντε (5) ἐκκλησιαστικές τάξεις, Κατηχούμενοι, Πιστοί, Ψάλτες, Διάκονος, Ἱερεύς.

Ὅτι παράλληλα, ταυτόχρονα, ὁ Ἱερεὺς προσεύχεται μυστικῶς τὴν Ἱερατική του Εὐχή,12 καὶ ὁ Διάκονος ἐκφώνως τὴν διά Προσφωνήσεως Εὐχή πρός τόν πιστόν Λαόν, ὑποστηρίζεται ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα χειρόγραφα, καὶ ἀπὸ τὸ ἀρχαιότερο σωζόμενο Λειτουργικό χειρόγραφο (8ος αἰ.), τὸ ἀντίγραφο Κωνσταντινουπολίτικου Ἐπισκοπικοῦ Εὐχολογίου, Barb. Gr. 336, ποὺ λένε στὶς διατάξεις τους, καὶ ἔχουμε ἀναλύσει ἐκτενῶς σὲ ἄρθρο μας μὲ πλῆθος ἀναφορῶν:



«Ποιοῦντος τοῦ Διακόνου τὴν Εὐχήν, ὁ Ἱερεὺς ἐπεύχεται τὴν Εὐχήν.»



Γιὰ περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. τό σχετικό μας ὁμώνυμο ἄρθρο.13

Ὁ Ἰωάννης Φουντούλης δυστυχῶς συκοφαντεῖ αὐτὴν τὴν ἀναγραφὴ τῶν ἀρχαίων πρώτων χειρογράφων Εὐχολογίων ποὺ σώζονται ἕως καί 1200 ἔτη πρίν (!), ὡς φθορά,14 ἐνῷ αὐτὴ εἶναι ἡ ὄντως ἀρχαία Παράδοσις (!), ποὺ ἀργότερα θὰ δοῦμε καταγράφεται ἀκόμη καί 1600 ἔτη πρίν, ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο.

Λέει δηλ. ὁ Φουντούλης: «Βαθμηδὸν ὅμως οἱ διακονικὲς αἰτήσεις ἀναπτύσσονται, ἐνῷ παράλληλα ἄρχίζει νὰ ἐπικρατεῖ ἡ μυστικῶς ἀνάγνωση τῶν Εὐχῶν. Ἔτσι, ἐνῷ ὁ διάκονος λέγει τά αἰτήματα τῆς προσευχῆς, ὁ ἱερεύς ταυτοχρόνως λέγει τὴν εὐχὴ καί μένει μόνον ἡ ἐκφώνηση γιὰ νὰ κατακλείσει εὐχή καὶ διακονικά συγχρόνως. Ἤδη σὲ δύο σημεῖα τῶν λειτουργιῶν τοῦ Μ. Βασιλείου καὶ τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου κατὰ τὸ Βαρβερινὸ Εὐχολόγιο 336 ἔχουμε τὶς πρῶτες μαρτυρίες γιὰ τὴ φθορὰ [sic] αὐτή.14 Τὰ διακονικὰ δὲν περιέχονται στὸ κείμενο τῶν λειτουργιῶν, ἀλλὰ στὴν εὐχή πρὸ τοῦ Πάτερ ἡμῶν καὶ στὴν εὐχή «μετὰ τὸ πάντας μεταλαβεῖν» μαρτυρεῖται ὅτι, ἐνῷ ὁ διάκονος ἔλεγε τὴν «εὐχὴν» (τὴ συναπτή του δηλαδή), ὁ ἱερεύς «ἐπεύχεται»: «Καὶ τοῦ διακόνου ποιοῦντος τὴν μέσην εὐχήν, ἐπεύχεται ὁ ἱερεύς· “Ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ Θεὸς τοῦ σώζειν...”», «Καὶ μετὰ τὸ πάντας μεταλαβεῖν, λέγοντος τοῦ διακόνου τὴν εὐχήν, ἐπεύχεται ὁ ἱερεύς· “Εὐχαριστοῦμέν σοι...”». Πιό χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ περίπτωση τῶν διακονικῶν καὶ τῆς εὐχῆς πρὸ τοῦ Πάτερ ἡμῶν στὴ λειτουργία τοῦ Χρυσοστόμου: « Ὁ διάκονος· “Πάντων τῶν ἁγίων”. Ὁ ἱερεύς μυστικῶς· “Σοὶ παρακατατιθέμεθα...”. Ὁ διάκονος· “Ἀντιλαβοῦ. Τὴν ἡμέραν πᾶσαν.” Ὁ ἱερεύς· “Καὶ καταξίωσον ἡμᾶς... .”» ».15

Ὅμως ἡ ὄντως ἀρχαία Παράδοσις ποὺ προαναφέραμε ὑποστηρίζεται ἐκκωφαντικῶς καὶ ἀπὸ τὸν Ἅγιό μας Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, Ἀρχιεπίσκοπο (Πατριάρχη μὲ τὰ σημερινά δεδομένα) Κωνσταντινουπόλεως, εἰς ἀναίρεσιν τοῦ Ἰωάννου Φουντούλη, ὅπου λέει ὁ Ἅγιος:16



«Τὸ γὰρ, Δεηθῶμεν, οὐ τοῖς ἱερεῦσι λέγεται μόνον, ἀλλὰ καὶ τοῖς εἰς τὸν λαὸν συντελοῦσιν. Ὅταν γὰρ εἴπῃ, Στῶμεν καλῶς, δεηθῶμεν, πάντας, εἰς τὴν εὐχὴν παρακαλεῖ [ἐννοεῖται ὁ Διάκονος]. Εἶτα ἀρχόμενος τῆς εὐχῆς [ὁ Διάκονος] φησιν·...»



Καὶ αὐτὸ παραβλέπεται ἀπὸ τόν Ἰωάννη Φουντούλη, ποὺ θεωρεῖ ἐσφαλμένως ὅτι οἱ Συναπτές (τὰ Διακονικά) ἀπευθύνονται μόνον πρὸς τὸν πιστόν Λαόν, καὶ ἕνα δεύτερο σφάλμα (βλ. καὶ παραπάνω), εἶναι νὰ θεωρεῖ τὴν Εὐχὴ τοῦ Ἱερέως ὅτι τάχα λέγεται μετὰ τὴν τοῦ Διακόνου (τὴν θεωρεῖ ἐν σειρᾷ, στὴν σειρά, καὶ ὄχι παράλληλα-ταυτόχρονα ὅπως εἶναι τὸ σωστό, ὅπως ἔχει ἡ ἀρχαία παράδοσις). Θεωρεῖ ὅτι ἡ διὰ Προσφωνήσεως Εὐχὴ τοῦ Διακόνου «εἰσάγει», εἶναι εἰσαγωγή τῶν Ἱερατικῶν Εὐχῶν, τὸ ὁποῖον εἶναι αὐθαίρετος, λανθασμένη καὶ ἀντι-παραδοσιακή ἀντίληψις.

Γιὰ παράδειγμα, καίτοι ἀναφέρει γιὰ τὸν Διάκονο, ὅτι:

«Ὁ ρόλος τοῦ Διακόνου στή θεία λατρεία εἶναι μέ πολλή σοφία καθορισμένος. Ἐκτελεῖ χρέη τελετάρχου πρός δύο κατευθύνσεις [πολλάκις ταυτοχρόνως]17· πρός τό λαό καί πρός τόν ἱερέα»,18

ἐντούτοις, ἐν προκειμένῳ, μπέρδεψε τὴν Ἐκκλησία μας, μὲ τὶς ἐσφαλμένες ἀντιλήψεις του περὶ τῶν Μυστικῶν Εὐχῶν (ποὺ ἀντανακλοῦν καὶ στὰ Διακονικά):

Στὴν ἀπάντησίν του #558 λέει: «Τά διακονικά ἀπευθύνονται πρός τήν προσευχόμενη κοινότητα.»19 Παρομοίως λέει καί στό #571: «περιλαμβάνει τήν μεγάλη ἐκτενῆ, τά κατηχούμενα καί τίς δύο εὐχές τῶν πιστῶν μέ τίς μικρές συναπτές πού τίς εἰσάγουν», καί «Τά διακονικά (ἐκτενῆς, κατηχούμενα καί συναπτές) ἀπευθύνονται πρός τό λαό».20

Ἀλλοῦ γράφει πάλιν ὁ Φουντούλης ἐρχόμενος σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ καταλαβαίνουμε τὸ ἐσφαλμένον τῶν συγκεκριμένων ἀντιλήψεων καὶ θεωριῶν του:

«Ὁ εὐχόμενος δέ ἱερεύς, κατά κάποιο τρόπο, ἀποσπάσθηκε καί ἀνεξαρτητοποιήθηκε ἀπό τήν λατρεύουσα κοινότητα, ἀφοῦ κατά τήν ὥρα τῶν διακονικῶν ἢ ψαλμωδίας τῶν ἀντιφώνων καί τοῦ τρισαγίου διαβάζει21 τίς εὐχές... .»22

Δηλ. ὁ Φουντούλης θεωρεῖ καὶ φρονεῖ ὅτι ἀποσπᾶται καὶ ἀνεξαρτητοποιεῖται ὁ Ἱερεύς ἀπὸ τὴν λατρεύουσα κοινότητα (ἀπὸ τοὺς Πιστούς δηλαδή), ὅταν κατὰ τὴν ὥρα τῆς διὰ Προσφωνήσεως Εὐχῆς (Διακονικά), συμπροσεύχεται καὶ αὐτὸς μαζὶ μὲ τὸν Λαόν (μὲ τὴν δική του φυσικά Ἱερατική Εὐχή)!

Αὐτὴ ἡ ἐρμηνεία δὲν εἶναι οὔτε Ἐκκλησιαστική, οὔτε Πατερική.

Δηλ. μὲ αὐτὴν τὴν λογική, ὅσοι Πιστοί, μυστικῶς, κατὰ διάνοιαν, μέσα τους, ἀφανῶς, κάποια στιγμή ὁ καθένας, καὶ γιὰ κάποιο ἀνεξάρτητο χρονικό διάστημα ἢ καὶ διαστήματα, παρακολουθῶντας τὴν Λειτουργία, ἀρχίσουν (ὄχι νὰ τυρβάζουν περὶ πολλῶν, καὶ νὰ «βγαίνουν» μέ τόν νοῦ τους ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὶς δουλειές τους τὶς καθημερινές, ἀλλά) νὰ προσεύχονται μυστικῶς, μέσα τους μὲ τὶς δικές τους προσ-εὐχές,23 μὲ τὰ δικά τους αἰτήματα, τότε τί; Ἀποσπῶνται, καὶ ἀνεξαρτητοποιοῦνται ἀπὸ τὴν Λειτουργία;24 Ἀσφαλῶς ὄχι.

Μέσα στὴν Ἐκκλησία, οἱ νεωτεριστές (ὀρθολογιστές) ἔχουν ξεχάσει ὅτι δρᾶ (φωτίζει) ὁ Θεός μυστικῶς, ἄνευ τινος προγράμματος φυσικά, ὅποτε καὶ ὅπως Αὐτός βούλεται. Δὲν εἶναι ἡ Λειτουργία, πάντα, καὶ γιὰ ὅλους, ἕνα αὐστηρό πρόγραμμα, μιὰ αὐστηρή προκαθορισμένη διαδικασία.25 Προχωράει φυσικά ἡ Λειτουργία, σύμφωνα μὲ τὸ αὐστηρό πρόγραμμα, ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ ὁ Θεός. Πόσων Ἱερέων ὁ νοῦς «ἀρπάχθηκε» ἐν ὥρᾳ Λειτουργίας,26, 27 καὶ οἱ Ψάλτες ἔψαλλαν τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια γιὰ νὰ τοὺς καλύψουν; Ἔτσι καὶ τοὺς ταπεινούς Πιστούς (καὶ ὄχι μόνον) μπορεῖ ὁ Θεός, σὲ κάποια στιγμή, ἢ σὲ κάποιες στιγμές, ἢ καὶ στὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς Λειτουργίας, νὰ τοὺς φωτίσει νὰ προσευχηθοῦν, καὶ αὐτοὶ φυσικὰ θὰ προσευχηθοῦν (ὄχι φαρισαϊκῶς, ἀλλά) ἀφανῶς, ἐν σιγῇ, μυστικῶς, χωρὶς κανεὶς νὰ τοὺς καταλάβει, ὑπὲρ οἰωνδήποτε ἐν Χριστῷ αἰτημάτων.

Αὐτὸ τὸ λέει πολύ ὡραία ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, εἰς τὴν Πρὸς Ῥωμαίους 14η ὀμιλία του: «ἦν καὶ Εὐχῆς χάρισμα, [...]· καὶ ὁ τοῦτο ἔχων, ὑπὲρ τοῦ πλήθους παντὸς ηὔχετο». Ἀλλὰ πῶς ηὔχετο; «Ὁ γὰρ τοιαύτης καταξιωθεὶς χάριτος, ἑστὼς μετὰ πολλῆς τῆς κατανύξεως, μετὰ πολλῶν τῶν στεναγμῶν τῶν κατὰ διάνοιαν τῷ Θεῷ προσπίπτων, τὰ συμφέροντα πᾶσιν αἰτεῖ. Οὗ καὶ νῦν σύμβολόν ἐστιν ὁ διάκονος τὰς ὑπὲρ τοῦ δήμου ἀναφέρων Εὐχάς», [PG 60, 533].

Αὐτὸ τὸ χάρισμα τῆς Εὐχῆς ὑπάρχει ἀκόμη μέσα στὴν Ἐκκλησία, στήν Λειτουργία, στούς Πιστούς! Καὶ δυστυχῶς Κληρικοί, μὲ τὶς ἔκφωνες μετὰ μικροφώνου μεγαφωνικές Εὐχές τους (τὶς ὁποῖες ἐσχάτως ἐκφωνοῦν ἐπίτηδες μετά τὶς διὰ Προσφωνήσεως Εὐχές τοῦ Διακόνου, ἐνῷ κανονικά πρέπει νὰ λέγονται παράλληλα καὶ φυσικὰ μυστικῶς ἀφοῦ ὁ Διάκονος λέει ταυτόχρονα ἐκφώνως τὶς Προσφωνήσεις),28 ἀκόμη καὶ μὲ τὸν ἔκφωνο Νʹ Ψαλμό (!), ἢ μὲ τὴν ἔκφωνη Εὐχή τοῦ Χερουβικοῦ ὕμνου, ἐμποδίζουν τοὺς Πιστούς νὰ προσευχηθοῦν. Εἴδατε ποτὲ Ὀρθόδοξον Πιστόν νὰ προσεύχεται στὴν Λειτουργία εἰς ἐπήκοον τοῦ διπλανοῦ του; Μόνον ἡ Ὀπισθάμβωνος Εὐχὴ (στὸ τέλος τῆς Λειτουργίας) εἶναι θεσπισμένη ἔκφωνη ἀπὸ τοὺς Πατέρες στὴν Θεία Λειτουργία, γιὰ τὸν λόγο τῆς ἐκτόνωσης τῆς πίεσης τῶν γνωσιμαχούντων, ἤδη ἀπό τόν 8ον αἰῶνα.29

Γιὰ αὐτὸ καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωσήφ ὁ Ἠσυχαστῆς, φώναξε: «Μὴ φωνάζῃς, παπᾶ, πές τις σιγανά [τίς Εὐχές σου], ὅπως ἀναφέρεται μέσα στὸ Ἱερατικό, ὅτι μυστικῶς λέγονται»! Φωνάζοντας τίς ἱερατικές του Εὐχές ὁ Ἱερομόναχος (μοναχός Ἱερεύς) δὲν ἄφηνε οὔτε τὸν ἅγιο Γέροντα, οὔτε καὶ τοὺς ὑπολοίπους παρευρισκομένους ἐν τῷ Ναῷ νὰ προσευχηθοῦν!30 Πρβλ. τό «ἦν καὶ Εὐχῆς χάρισμα, [...]· καὶ ὁ τοῦτο ἔχων, ὑπὲρ τοῦ πλήθους παντὸς ηὔχετο», [PG 60, 533].

Κοινή προσευχή δὲν εἶναι ἡ παρανόησις ὅτι πρέπει νὰ προσευχόμαστε ὅλοι πάντοτε μὲ τὴν ἴδια προσευχή·31 «Αἱ τοῦ πλήθους εὐχαὶ» λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, [PG 48, 725]. Κοινή προσευχή εἶναι πρωτίστως ἡ ταυτόχωρος (κοινή παρουσία, κυρίως στὴν Ἐκκλησία) καὶ ταυτόχρονος προσευχή τῶν πιστῶν (μὲ τὴν δική του μυστική, κατὰ διάνοιαν προσευχή ὁ καθένας,32 ἢ μὲ τὸ κατὰ διάνοιαν Κύριε ἐλέησον, καὶ κατὰ τὴν προσευχητική του δύναμη ὁ καθένας χάριτι Θεοῦ).33

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λοιπόν, καὶ ἡ διὰ ζώσης παραδοθεῖσα Ἱερὰ Παράδοσις λένε, ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Φουντούλη, δηλ. οὔτε ἀποσπᾶται οὔτε ἀνεξαρτητοποιεῖται ὁ Ἱερεύς ἀπὸ τὴν λατρεύουσα κοινότητα (ἀπὸ τοὺς Πιστούς δηλαδή), ὅταν κατὰ τὴν ὥρα τῆς διὰ Προσφωνήσεως Εὐχῆς (Διακονικά), συμπροσεύχεται καὶ αὐτὸς μαζὶ μὲ τὸν Λαόν (μὲ τὴν δική του φυσικά Ἱερατική Εὐχή)! Τὸ ἀντίθετο μάλιστα! Ἡ ταυτόχρονη συμπροσευχή (ἀφανῆς, διακριτική, μυστική, ἄνευ φαρισαϊσμῶν) οὔτε ἀνεξαρτητοποιεῖ, οὔτε ἀποσπᾶ!

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, εἴδαμε προηγουμένως, λέγει ῥητῶς ὅτι τὸ Δεηθῶμεν, ἀπευθύνεται πρωτίστως στὸν Ἱερέα, καὶ στοὺς Πιστούς φυσικά:



«Τὸ γὰρ, Δεηθῶμεν, οὐ τοῖς ἱερεῦσι λέγεται μόνον, ἀλλὰ καὶ τοῖς εἰς τὸν λαὸν συντελοῦσιν.»34



Καὶ αὐτὸ διαιωνίστηκε στὰ χειρόγραφα ἐξ ἀρχῆς ὡς:



«Ποιοῦντος τοῦ Διακόνου τὴν Εὐχήν, ὁ Ἱερεὺς ἐπεύχεται τὴν Εὐχήν,»13



Καὶ μόνο τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στὰ Κατηχούμενα,16 ἀφιερώνει τόσες σελίδες γιὰ νὰ ἀναλύσει μόνον τὴν διὰ Προσφωνήσεως Εὐχήν, καὶ δὲν ἀναλύει Ἱερατική Εὐχή οὔτε κἂν ἀναφέρει τέτοια ἐπιγραμματικῶς, εἶναι ἰκανὴ ἀπόδειξη ὅτι οἱ Ἱερατικές Εὐχὲς ἦσαν μυστικῶς, καθ’ ἑαυτόν, παράλληλα μὲ τὶς διὰ Προσφωνήσεως Εὐχές τῶν ὁποίων ἦσαν ἡ Ἱερατική προσευχητική ἀπάντησις. Παρόμοια καὶ ἄλλοι Ἅγιοι δὲν ἀνέλυσαν Ἱερατικές Εὐχές στὰ λειτουργικά ὑπομνήματά τους (π.χ. Ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων, Ἅγιος Μάξιμος Ὁμολογητῆς).

Καὶ ἀλλοῦ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, λέει:

«Ἀπατᾷς σαυτόν ἄνθρωπε· εὔξασθαι µὲν γὰρ καὶ ἐπὶ τῆς οἰκίας δυνατόν, οὕτω δὲ εὔξασθαι ὡς ἐπὶ τῆς Ἐκκλησίας ἀδύνατον, ὅπου Πατέρων πλῆθος τοσοῦτον, ὅπου βοὴ πρὸς τὸν Θεὸν ὁµοθυµαδὸν ἀναπέµπεται. Οὐχ οὕτως εἰσακούῃ κατὰ σαυτὸν τὸν Δεσπότην παρακαλῶν, ὡς μετὰ τῶν ἀδελφῶν τῶν σῶν. Ἐνταῦθα γὰρ ἐστί τι πλέον, οἷον ἡ ὁμόνοια καὶ ἡ συμφωνία, καὶ τῆς ἀγάπης ὁ σύνδεσμος, καὶ αἱ τῶν ἱερέων εὐχαί. Διὰ γὰρ τοῦτο οἱ ἱερεῖς προεστήκασιν, ἵνα αἱ τοῦ πλήθους εὐχαὶ ἀσθενέστεραι οὗσαι, τῶν δυνατωτέρων τούτων ἐπιλαβόμεναι, ὁμοῦ [τὸ ὁμοῦ, προϋποθέτει ὄχι μόνον τὸ ταυτόχωρον, ἀλλὰ καὶ τὸ ταυτόχρονον, ἄρα παραλλήλως τῷ χρόνῳ· τὸ παραλλήλως προϋποθέτει τὸ μυστικῶς παρὰ τοῦ ἱερέως, ἀφοῦ ταυτόχρονα προσεύχεται ὁ Λαὸς μὲ τὴν ἐκφωνουμένη Εὐχὴ τοῦ Διακόνου] συνανέλθωσιν αὐταῖς εἰς τὸν οὐρανόν», [PG 48,725].

Τί εἶναι αὐτὴ ἡ «βοὴ πρὸς τὸν Θεὸν ὁµοθυµαδὸν ἀναπέµπεται»; Εἶναι Δύναμις! Ὅλων οἱ ταυτόχρονες Προσευχές, καὶ τοῦ Ἱερέως, καὶ τοῦ Λαοῦ, δὲν πηγαίνουν ξεχωριστὰ στὸ Θεόν, ἀλλὰ γίνονται μία μυστική βοή,35 μία Δύναμις, μία Προσευχή ὅλων ποὺ πηγαίνει στὸν Θεόν.

Τὴν ἴδια ἐμπειρία, καὶ ἐκτὸς Λειτουργίας τὴν εἶχε καὶ μᾶς τὴν ἐξήγησε ὁ Ἅγιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης, ὁ ὁποῖος μᾶς λέγει γιὰ τὴν ὁμαδικὴ προσευχὴ τῶν πνευματικῶν τέκνων τοῦ μακαριστοῦ Μητρ. Φλωρίνης Αὐγουστίνου Καντιώτου:

«Ἐγὼ πολὺ κατανύχθηκα τὴν ἡμέρα ἐκείνη ποὺ εἶδα τὸν κόσμο νὰ κλαίγανε. Χιλιάδες ψυχὲς νὰ προσεύχονται ὅλες μαζί. Μία δύναμις. [...]. Πώ, πώ... Μία δύναμις συμπυκνωμένη. Δὲν ξέρω πῶς νὰ τὸ πῶ. Δύναμις. Δὲν μπορῶ νὰ τὴν πῶ οὔτε ἀτομική <ἐνέργεια>. Κάτι ἀνώτερο. Κάτι μεγάλο. [...]. Ὅλοι προσηύχοντο. Ψυχές, χιλιάδες ψυχές. Κόσμος... [...]. Γιατί, μὴν κοιτάζεις... Ἐσεῖς μπορεῖ νὰ μὴν προσευχηθήκατε ἔτσι δυνατά. Ὑπῆρχαν ὅμως μέσα στὸ πλῆθος - καὶ τὶς χιλιάδες ποὺ ἔβλεπα ἐγώ - ψυχές, ποὺ εἶχαν συνεπάρει καὶ τὶς ἄλλες μαζί. Εἶχε γίνει μία προσευχή, μία δύναμις ὅλων. Ὅλων ἡ προσευχὴ εἶχε γίνει μία δύναμις. Καὶ οἱ μεγάλοι προσηύχοντο, καὶ οἱ μικροὶ μπαίνανε μὲς στοὺς μεγάλους. Μία δύναμις!».36

Πῶς προσηύχετο αὐτὸ τὸ πλῆθος; Ἕνας προσηύχετο εἰς ἐπήκοον τῶν λοιπῶν; Φυσικά ὄχι. Ὅλοι μαζὶ ἀλλὰ καὶ μυστικῶς, μέσα τους δηλαδή, προσηύχοντο.

Παρότι ὅμως προσηύχοντο ὅλοι μαζί, καὶ ἄλλοι προσεύχονταν πιὸ δυνατὰ ἀπὸ τοὺς λοιπούς, δὲν ἦσαν ξεχωριστὲς Προσευχές, ἀλλὰ εἶχε γίνει μία Προσευχή, μία δύναμις ὅλων, ποὺ πήγαινε στὸν Θεό!

Παρακάτω στό Παράρτημα Αʹ ἔχουμε σύντομη ἀναφορά στόν καθ. Γεώργιο Ν. Φίλια, καί στόν μακαριστό Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα, γιά τό θέμα μας, καί στό Παράρτημα Βʹ παραθέτουμε ὅλη τὴν μαρτυρία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου γιὰ τὴν διὰ Προσφωνήσεως Εὐχήν τῶν Κατηχουμένων, μαζὶ μὲ δικά μας σχόλια.



Παράρτημα Αʹ

Ὁ καθ. Γεώργιος Ν. Φίλιας, ἀναφέρεται ἐπίσης στὴν μαρτυρία τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου γιὰ τοὺς Κατηχούμενους, ἀλλὰ ἐπιγραμματικά σέ μία παράγραφο.37

Στὴν ἐπόμενη σελίδα ἀναφέρεται στὴν μαρτυρία τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου γιὰ τοὺς Ἐνεργουμένους, καὶ λέει:

«Στὴν ἴδια μαρτυρία περὶ εὐχῆς ὑπὲρ τῶν ἐνεργουμένων, ὁ Χρυσόστομος μᾶς πληροφορεῖ περὶ εὐχῆς ὑπὲρ τῶν μετανοούντων, ἐπισημαίνοντας ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ εὐχὲς «κοινές» τοῦ ἱερέως καὶ τοῦ λαοῦ»,38

παραπέμποντας στό τοῦ Ἁγ. Ἰω. Χρυσοστόμου: «Καὶ ἐν ταῖς εὐχαῖς δὲ πολὺ τὸν λαὸν ἴδοι τις ἂν συνεισφέροντα. Καὶ γὰρ ὑπὲρ τῶν ἐνεργουμένων, ὑπὲρ τῶν ἐν μετανοίᾳ, κοιναὶ καὶ παρὰ τοῦ ἱερέως, καὶ παρ' αὐτῶν γίνονται αἱ εὐχαὶ, καὶ πάντες μίαν λέγουσιν εὐχὴν, εὐχὴν τὴν ἐλέου γέμουσαν.39 Πάλιν ἐπειδὰν εἴρξωμεν τῶν ἱερῶν περιβόλων τοὺς οὐ δυναμένους τῆς ἱερᾶς μετασχεῖν τραπέζης, ἑτέραν δεῖ γενέσθαι εὐχὴν, καὶ πάντες ὁμοίως ἐπ' ἐδάφους κείμεθα, καὶ πάντες ὁμοίως ἀνιστάμεθα.», [PG 61, 527].

Ὅμως, ὅπως εἴδαμε καὶ προηγουμένως στοὺς Κατηχούμενους, καὶ θὰ σχολιάσουμε περαιτέρω παρακάτω στὸ ἕτερον Παράρτημα, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, τὶς διὰ Προσφωνήσεως Εὐχὲς τοῦ Διακόνου, τὶς ὀνομάζει κυρίως Εὐχές, βλ. ὑποσ. 50, 51, καὶ σὲ αὐτὲς ἀναφέρεται ὅταν λέει ὅτι ὁ Λαός συνεισφέρει στὶς Εὐχές.

Ὁ Ἅγιος φυσικά, δὲν «εἶδε» μὲ τὰ αὐτιά του, τὸν Λαόν νὰ συνεισφέρει στὶς Εὐχές, ἀφοῦ μυστικῶς, τελωνικῶς, προσεύχεται ὁ Λαός, ἀλλὰ τὸν «εἶδε» ἐν ἀποκαλύψει Θεοῦ, ὅπως καὶ ὁ Ἅγιος Πορφύριος.36

Ὅμως ἀφοῦ συν-εἰσφέρει ὁ Λαός στίς διὰ Προσφωνήσεως Εὐχές τοῦ Διακόνου, ἐννοεῖ ὅτι καὶ κάποιος ἄλλος συνεισφέρει πρωτίστως. Φυσικά, ἐννοεῖ τὸν Ἱερέα, ἀφοῦ σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγιο: «τὸ γὰρ, ∆εηθῶμεν, οὐ τοῖς ἱερεῦσι λέγεται μόνον, ἀλλὰ καὶ τοῖς εἰς τὸν λαὸν συντελοῦσιν».40

Ὅπως προείπαμε, ἡ κοινή προσευχή, δὲν ἀπαιτεῖ κοινό κείμενο, ἀπαιτεῖ ὅμως κοινή παρουσία ἐν τῶ Ναῷ (ἀπό κοινοῦ, μαζί).

Ὅταν λέει «κοιναὶ καὶ παρὰ τοῦ ἱερέως, καὶ παρ' αὐτῶν γίνονται αἱ εὐχαὶ», κοινές δηλ. γίνονται οἱ Εὐχές καὶ ἀπὸ τὸν Ἱερέα, καὶ ἀπὸ τούς Πιστούς («παρ’ αὐτῶν»), ἐννοεῖ τό ὁμοῦ, ἐννοεῖ τό ταυτόχωρον καὶ τὸ ταυτόχρονον τῆς Προσευχῆς τοῦ Ἱερέως καὶ τῶν Πιστῶν, κατὰ τὴν διάρκειαν τῶν διὰ Προσφωνήσεως Εὐχῶν τοῦ Διακόνου,40 καὶ ἐπίσης λέει ἀλλοῦ: «[...] αἱ τῶν ἱερέων εὐχαί. Διὰ γὰρ τοῦτο οἱ ἱερεῖς προεστήκασιν, ἵνα αἱ τοῦ πλήθους εὐχαὶ ἀσθενέστεραι οὗσαι, τῶν δυνατωτέρων τούτων ἐπιλαβόμεναι, ὁμοῦ συνανέλθωσιν αὐταῖς εἰς τὸν οὐρανόν», [PG 48,725]. Τό ὁμοῦ = ἀπό κοινοῦ, μαζί.

Καὶ γιατί παρακάτω λέει: «καὶ πάντες μίαν λέγουσιν εὐχήν»;

Ὁ Ἅγιος ἐδώ ἀποκαλύπτει τὸ μυστήριον τῆς Προσευχῆς στὶς Συνάξεις τῶν Πιστῶν, ἰδιαίτερα μέσα στόν Ναόν, ποὺ τὸ ἔχει ἐπεξηγήσει στό [PG 48,725], καὶ στὶς ἡμέρες μας τὸ ἔχει ἐπεξηγήσει καὶ ὁ Ἅγιος Πορφύριος36 ὡς προαναφέραμε. Δηλ. παρότι μαζί προσεύχονται ὁ Ἱερεύς12 καὶ ὁ πιστός Λαός κατὰ τὴν διάρκειαν τῶν διὰ Προσφωνήσεως Εὐχῶν τοῦ Διακόνου, ὁ Ἱερεύς «ἀπαντάει στὶς εὐχές - αἰτήματα» προσευχόμενος μυστικῶς μὲ τὴν δική του Εὐχή, ἐν τούτοις, μία «βοὴ πρὸς τὸν Θεὸν ὁµοθυµαδὸν ἀναπέµπεται», ὅλων οἱ Προσευχές γίνονται μία Προσευχή, μία Δύναμις ὅλων, ποὺ πηγαίνει στόν Θεόν. Μία δύναμις!36

Ὁ Παναγιώτης Ν. Τρεμπέλας, καίτοι φαίνεται ὅτι ἔχει ἀναλύσει εἰς βάθος τὴν «μαρτυρίαν τοῦ Χρυσοστόμου (Ὁμιλ. Βʹ εἰς τήν Βʹ πρὸς Κορινθ. Migne 61, 399 καὶ ἑξῆς)»41 γιὰ τοὺς Κατηχουμένους, ἐντούτοις,

ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος τῆς Λειτουργικῆς, ὃς καὶ ἐγεννήθη εἰς κεφαλήν γωνίας, δηλ. τό,

«Τὸ γὰρ, Δεηθῶμεν, οὐ τοῖς ἱερεῦσι λέγεται μόνον, ἀλλὰ καὶ τοῖς εἰς τὸν λαὸν συντελοῦσιν. Ὅταν γὰρ εἴπῃ, Στῶμεν καλῶς, δεηθῶμεν, πάντας, εἰς τὴν εὐχὴν παρακαλεῖ [ἐννοεῖται ὁ Διάκονος]. Εἶτα ἀρχόμενος τῆς εὐχῆς [ὁ Διάκονος] φησιν·...»

φαίνεται ἔμεινε ἀπαρατήρητος ἀπὸ τὸν Τρεμπέλα (δὲν εἴδαμε ἀναφορὰ αὐτῆς τῆς μαρτυρίας, οὔτε σέ ἄλλους Λειτουργιολόγους πλὴν μιᾶς ἐξαιρέσεως),42 ἂν καὶ ἐνωρίτερον, στὶς Εὐχές τῶν Ἀντιφώνων, ἀναφέρει τὴν ἀρχαίαν Παράδοσιν.12

Ἐννοεῖται φυσικά, ὅτι ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος δὲν ἐφηῦρε αὐτόν τόν ἀκρογωνιαῖον λίθον τῆς Λειτουργικῆς, ἀλλὰ κατέγραψε τὴν (διὰ ζώσης) παραδοθεῖσαν εἰς αὐτόν Ἱεράν Παράδοσιν ἀπὸ τούς πρὸ αὐτοῦ Ἁγίους Πατέρας.

Στό δεύτερο Παράρτημα παρακάτω, ἔχουμε ὅλη τὴν μαρτυρία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου γιὰ τὴν διὰ Προσφωνήσεως Εὐχήν τῶν Κατηχουμένων, μαζὶ μὲ δικά μας σχόλια.



Παράρτημα Βʹ

Στὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, ἡ Εὐχὴ διὰ Προσφωνήσεως ὑπὲρ τῶν Κατηχουμένων ἔχει ὡς ἑξῆς, [PG 61, 399-404]:43

Πίναξ 1. Εὐχὴ διὰ Προσφωνήσεως ὑπὲρ τῶν Κατηχουμένων, στὴν Κωνσταντινουπολίτικην Παράδοσιν τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως.44

1. Ὑπὲρ τῶν κατηχουμένων ἐκτενῶς δεηθῶμεν.

2. Στῶμεν καλῶς, δεηθῶμεν·

3. Ἵνα ὁ πανελεήμων καὶ οἰκτίρμων Θεὸς ἐπακούσῃ τῶν δεήσεων αὐτῶν.

4. Ἵνα διανοίξῃ τὰ ὦτα τῶν καρδιῶν αὐτῶν, καὶ κατηχήσῃ αὐτοὺς τὸν λόγον τῆς ἀληθείας.

5. Ἵνα κατασπείρῃ τὸν φόβον αὐτοῦ ἐν αὐτοῖς, καὶ βεβαιώσῃ τὴν πίστιν αὐτοῦ ἐν ταῖς διανοίαις αὐτοῦ [αὐτῶν].

6. Ἵνα ἀποκαλύψῃ αὐτοῖς τὸ εὐαγγέλιον τῆς δικαιοσύνης.

7. Ἵνα δῷ αὐτοῖς νοῦν ἔνθεον, σώφρονα λογισμόν.

8. Ἔτι ἐκτενέστερον ὑπὲρ αὐτῶν παρακαλέσωμεν·

9. Ἵνα ἐξέληται αὐτοὺς ἀπὸ παντὸς πονηροῦ καὶ ἀτόπου πράγματος, ἀπὸ παντὸς ἁμαρτήματος διαβολικοῦ, καὶ πάσης περιστάσεως τοῦ Ἀντικειμένου·

10. Ἵνα καταξιώσῃ αὐτοὺς ἐν καιρῷ εὐθέτῳ τῆς τοῦ λουτροῦ παλιγγενεσίας, τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν, τοῦ ἐνδύματος τῆς ἀφθαρσίας.

11. Ἵνα εὐλογήσῃ τὰς εἰσόδους αὐτῶν καὶ τὰς ἐξόδους, πάντα τὸν βίον αὐτῶν.

12. Ἵνα κατευθύνῃ αὐτοῖς πάντα τὰ προκείμενα πρὸς τὸ συμφέρον.

13. Τὸν ἄγγελον τῆς εἰρήνης αἰτήσατε, οἱ κατηχούμενοι.

14. Εἰρηνικὴν τὴν παροῦσαν ἡμέραν, καὶ πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς ὑμῶν αἰτήσασθε.

15. Χριστιανὰ ὑμῶν τὰ τέλη, ἑαυτοὺς τῷ ζῶντι Θεῷ καὶ τῷ Χριστῷ αὐτοῦ παραθέσθαι.



Εἶτα κλῖναι τὰς κεφαλὰς κελεύομεν, τεκμήριον τοῦ τὰς εὐχὰς ἀκουσθῆναι ποιούμενοι τὸ τὸν Θεὸν εὐλογεῖν.

Παρακάτω, πληρότητος χάριν ἔχουμε ὅλο τὸ χωρίον τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, [PG 61, 399-404]:43



«∆ιά τοι τοῦτο καὶ τὰς εὐχὰς45 οὕτω γίνεσθαι κελεύουσιν οἱ τῆς Ἐκκλησίας νόμοι, οὐ τὰς ὑπὲρ τῶν πιστῶν μόνον, ἀλλὰ καὶ τὰς ὑπὲρ τῶν κατηχουμένων. Τοὺς γὰρ πιστοὺς ὁ νόμος διεγείρει πρὸς τὴν τῶν ἀμυήτων ἱκετηρίαν. Ὅταν γὰρ ὁ διάκονος λέγῃ, Ὑπὲρ τῶν κατηχουμένων ἐκτενῶς δεηθῶμεν, οὐδὲν ἄλλο ἢ τὸν δῆμον ἅπαντα τῶν πιστῶν διανίστησιν εἰς τὰς ὑπὲρ ἐκείνων εὐχάς. Καίτοι γε ἀλλότριοι τέως εἰσὶν οἱ κατηχούμενοι. Οὐδέπω γὰρ τοῦ σώματός εἰσι τοῦ Χριστοῦ, οὐδέπω μυστηρίων ἐκοινώνησαν, ἀλλ' ἔτι διῃρημένοι τυγχάνουσι τῆς ἀγέλης τῆς πνευματικῆς. Εἰ δὲ ὑπὲρ τούτων παρακαλεῖν δεῖ, πολλῷ μᾶλλον ὑπὲρ τῶν μελῶν τῶν ἡμετέρων. ∆ιὰ γὰρ τοῦτο καὶ, Ἐκτενῶς, φησὶ, δεηθῶμεν, ἵνα μὴ ὡς ἀλλοτρίους ἀποποιήσῃ, ἵνα μὴ ὡς ξένους ἀγνοήσῃ. Οὐδέπω γὰρ εὐχὴν ἔχουσι τὴν νενομισμένην καὶ εἰσενεχθεῖσαν ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ· οὐδέπω παῤῥησίαν κέκτηνται, ἀλλ' ἑτέρων δέονται τῶν μυσταγωγηθέντων. Ἔξω γὰρ τῶν βασιλικῶν ἑστήκασιν αὐλῶν, πόῤῥω τῶν ἱερῶν περιβόλων. ∆ιὰ τοῦτο καὶ ἀπελαύνονται, τῶν φρικτῶν εὐχῶν ἐκείνων γινομένων. ∆ιὰ τοῦτο καὶ σὲ παρακαλεῖ δεῖσθαι ὑπὲρ αὐτῶν, ἵνα μέλη γένωνται σὰ, ἵνα μὴ ἔτι ὦσι ξένοι καὶ ἠλλοτριωμένοι. Τὸ γὰρ, Δεηθῶμεν, οὐ τοῖς ἱερεῦσι λέγεται μόνον,46 ἀλλὰ καὶ τοῖς εἰς τὸν λαὸν συντελοῦσιν. Ὅταν γὰρ εἴπῃ, Στῶμεν καλῶς, δεηθῶμεν, πάντας, εἰς τὴν εὐχὴν παρακαλεῖ [ἐννοεῖται ὁ Διάκονος]. Εἶτα ἀρχόμενος τῆς εὐχῆς47 [ὁ Διάκονος] φησιν· Ἵνα ὁ πανελεήμων καὶ οἰκτίρμων Θεὸς ἐπακούσῃ τῶν δεήσεων αὐτῶν. Ἵνα γὰρ μὴ λέγῃς, Τί δεηθῶμεν; ἠλλοτριωμένοι εἰσὶν, οὐδέπω συνημμένοι· πόθεν ἔχω δυσωπῆσαι τὸν Θεόν; πόθεν ἔχω πεῖσαι μεταδοῦναι ἐλέου καὶ συγγνώμης αὐτοῖς; ἵνα μὴ ταῦτα ζητῶν ἀπορῇς, ὅρα πῶς σου λύει τὴν ἀπορίαν λέγων· Ἵνα ὁ πανελεήμων καὶ οἰκτίρμων Θεός. Ἤκουσας, Πανελεήμων Θεός; Μὴ ἀπόρει λοιπόν· ὁ γὰρ πανελεήμων πάντας ἐλεεῖ, καὶ ἁμαρτωλοὺς καὶ φίλους. Μὴ τοίνυν λέγε, Πῶς ὑπὲρ αὐτῶν προσέλθω; αὐτὸς ἐπακούσει τῶν δεήσεων αὐτῶν. ∆έησις δὲ κατηχουμένων τίς ἂν εἴη, ἀλλ' ἢ ὥστε μὴ μεῖναι κατηχουμένους; Εἶτα καὶ ὑπαγορεύει τῆς ἱκετηρίας τὸν τρόπον. Τίς δὲ οὗτός ἐστιν; Ἵνα διανοίξῃ τὰ ὦτα τῶν καρδιῶν αὐτῶν. Μέμυκε γὰρ ἔτι, καὶ βέβυσται. Ὦτα δὲ οὐ ταῦτά φησι τὰ ἔξωθεν, ἀλλὰ τὰ τῆς διανοίας. Ὥστε ἀκοῦσαι ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε, καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη. Οὐδὲ γὰρ ἤκουσαν τῶν ἀποῤῥήτων μυστηρίων,48 ἀλλὰ πόῤῥω που καὶ μακρὰν ἑστήκασι. Κἂν ἀκούσωσι δὲ,49 οὐκ ἴσασι τὰ λεγόμενα· συνέσεως γὰρ δεῖται πολλῆς ἐκεῖνα, οὐκ ἀκροάσεως μόνης· τὰς ἔνδον δὲ οὐδέπω ἔχουσιν ἀκοάς. ∆ιὸ καὶ προφητικὸν αὐτοῖς ἐπεύχεται χάρισμα· καὶ γὰρ ὁ προφήτης οὕτως ἔλεγεν· Ὁ Θεὸς δίδωσί μοι γλῶσσαν παιδείας, τοῦ γνῶναι ἡνίκα δεῖ εἰπεῖν λόγον· ὅτι αὐτὸς ἀνοίγει μου τὸ στόμα, ἔδωκέ μοι πρωῒ, προσέθηκέ μοι ὠτίον ἀκούειν. Ὥσπερ γὰρ οἱ προφῆται ἄλλως ἤκουον παρὰ τοὺς πολλοὺς, οὕτω καὶ οἱ πιστοὶ παρὰ τοὺς κατηχουμένους. Ἐντεῦθεν μανθάνει καὶ ὁ κατηχούμενος, μὴ παρὰ ἀνθρώπων ταῦτα μανθάνειν, μηδὲ ἀκούειν (Μὴ καλέσητε γὰρ, φησὶ, διδάσκαλον ἐπὶ τῆς γῆς), ἀλλ' ἄνωθεν ἐκ τῶν οὐρανῶν· Ἔσονται γὰρ πάντες διδακτοὶ Θεοῦ. ∆ιό φησι· Καὶ κατηχήσῃ αὐτοὺς τὸν λόγον τῆς ἀληθείας· ὥστε ἔνδοθεν αὐτοῖς ἐνηχεῖσθαι. Ὡς γὰρ εἰδέναι χρὴ, οὐδέπω ἴσασι τὸν λόγον τῆς ἀληθείας. Ἵνα κατασπείρῃ τὸν φόβον αὐτοῦ ἐν αὐτοῖς. Ἀλλ' οὐκ ἀρκεῖ τοῦτο· τὰ μὲν γὰρ ἔπεσε παρὰ τὴν ὁδὸν, τὰ δὲ ἐπὶ τῆς πέτρας.

ϛʹ. Ἀλλ' ἡμεῖς οὐχ οὕτως αἰτοῦμεν· ἀλλ' ὥσπερ ἐπὶ γῆς λιπαρᾶς ἀνοίγει τὰς αὔλακας τὸ ἄροτρον, οὕτω καὶ ἐνταῦθα γενέσθαι δεόμεθα, ὥστε νεωθέντας ἐν τῷ βάθει τῆς διανοίας δέξασθαι τὰ καταβαλλόμενα, καὶ πᾶν ὅπερ ἤκουσαν μετὰ ἀκριβείας κατασχεῖν. ∆ιὸ καὶ ἐπάγει λέγων· Καὶ βεβαιώσῃ τὴν πίστιν αὐτοῦ ἐν ταῖς διανοίαις αὐτοῦ [αὐτῶν]. Τουτέστιν, ἵνα μὴ ἐξεπιπολῆς κέηται, ἀλλ' ἵνα κατὰ βάθους βάλῃ τὴν ῥίζαν. Ἵνα ἀποκαλύψῃ αὐτοῖς τὸ εὐαγγέλιον τῆς δικαιοσύνης. ∆είκνυσι διπλοῦν τὸ κάλυμμα· τὸ μὲν διὰ τὸ μεμυκέναι αὐτῶν τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς διανοίας, τὸ δὲ διὰ τὸ κεκαλύφθαι αὐτοῖς τὸ εὐαγγέλιον. ∆ιὸ ἀνωτέρω μὲν ἔλεγεν· Ἵνα διανοίξῃ τὰ ὦτα τῶν καρδιῶν αὐτῶν· ἐνταῦθα δὲ, Ἵνα ἀποκαλύψῃ αὐτοῖς τὸ εὐαγγέλιον τῆς δικαιοσύνης· τουτέστιν, ἵνα καὶ αὐτοὺς σοφοὺς ἐργάσηται καὶ ἐπιτηδείους πρὸς ὑποδοχὴν, καὶ ἵνα διδάξῃ, καὶ καταβάλῃ τὰ σπέρματα. Ἄν τε γὰρ ἐπιτήδειοι ὦσιν, οὐδὲν ὄφελος, τοῦ Θεοῦ μὴ ἐκκαλύπτοντος· ἄν τε ἀποκαλύψῃ, μὴ δέξωνται δὲ, πάλιν εἰς τὸ αὐτὸ ἡ ζημία περιίσταται. ∆ιὰ τοῦτο ἀμφότερα αἰτοῦμεν, ἵνα καὶ ἀνοίξῃ τὰς καρδίας, καὶ ἀποκαλύψῃ τὸ εὐαγγέλιον. Οὐδὲ γὰρ, εἰ κόσμος κέοιτο βασιλικὸς ἄνωθεν κεκαλυμμένος, ἔσται τι πλέον ὀφθαλμῶν βλεπόντων· ὥσπερ οὖν οὐδὲ γεγυμνωμένου, τούτων μὴ ἐγρηγορότων. Ταῦτα δὲ ἀμφότερα γίνεται, ἂν ἐκεῖνοι ἕλωνται πρότερον. Τί δή ἐστιν, Εὐαγγέλιον δικαιοσύνης; Τὸ ποιοῦν δικαίους. ∆ιὰ τούτων γὰρ εἰς ἐπιθυμίαν αὐτοὺς ἄγει τοῦ βαπτίσματος, δεικνὺς ὅτι οὐχ ἁμαρτημάτων ἀφέσεώς ἐστι μόνον τὸ εὐαγγέλιον, ἀλλὰ καὶ δικαιοσύνης ποιητικόν. Ἵνα αὐτοῖς δοίη νοῦν ἔνθεον, σώφρονα λογισμὸν, καὶ ἐνάρετον πολιτείαν. Ἀκουέτωσαν οἱ πιστοὶ, ὅσοι τοῖς βιωτικοῖς εἰσι προσηλωμένοι πράγμασιν. Εἰ γὰρ τοῖς ἀμυήτοις κελευόμεθα ταῦτα αἰτεῖν, ἐννόησον ἐν τίσιν ἡμᾶς εἶναι χρὴ, τοὺς ταῦτα ἑτέροις αἰτοῦντας· καὶ γὰρ ἐφάμιλλον δεῖ τῷ Εὐαγγελίῳ τὴν πολιτείαν ἔχειν. ∆ιὸ δὴ καὶ τῆς εὐχῆς ὁ νόμος ἀπὸ τῶν δογμάτων ἐπὶ τὴν πολιτείαν μεταβαίνει. Εἰπὼν γὰρ, Ἵνα ἀποκαλύψῃ αὐτοῖς τὸ εὐαγγέλιον τῆς δικαιοσύνης, ἐπήγαγεν· Ἵνα δῷ αὐτοῖς νοῦν ἔνθεον. Τί δέ ἐστιν, ἔνθεον; Ἵνα ὁ Θεὸς οἰκῇ ἐν αὐτῷ· Ἐνοικήσω γὰρ, φησὶν, ἐν αὐτοῖς καὶ ἐμπεριπατήσω. Ὅταν γὰρ γένηται δίκαιος ὁ νοῦς, ὅταν ἀποδύσηται τὰ ἁμαρτήματα, οἶκος γίνεται τοῦ Θεοῦ· ὅταν δὲ ὁ Θεὸς ἐνοικῇ, οὐδὲν ἀνθρώπινον ἔσται λοιπόν. Καὶ οὕτω γίνεται ἔνθους ὁ νοῦς, ἅπαντα φθεγγόμενος ἐκεῖθεν, ὥσπερ οὖν καὶ οἶκος τοῦ Θεοῦ ἔνδον οἰκοῦντος. Ὁ αἰσχρολογῶν ἄρα οὐκ ἔχει ἔνθεον νοῦν, οὐδὲ ὁ εὐτραπελίᾳ καὶ γέλωτι χαίρων. Σώφρονα λογισμόν. Καὶ τί ποτέ ἐστι σώφρονα λογισμὸν ἔχειν; Τὸ τὴν ὑγείαν κεκτῆσθαι τὴν κατὰ ψυχήν· ὡς ὅ γε κατεχόμενος ἐπιθυμίᾳ πονηρίας, καὶ πρὸς τὰ παρόντα ἐπτοημένος, οὐκ ἂν εἴη σώφρων, τουτέστιν, ὑγιής. Καὶ ὥσπερ ὁ νοσῶν καὶ τῶν οὐ προσηκόντων ἐπιθυμεῖ, οὕτω καὶ οὗτος. Καὶ ἐνάρετον πολιτείαν. Τὰ γὰρ δόγματα πολιτείας χρείαν ἔχει. Ἀκούσατε τούτων, οἱ πρὸς τῷ τέλει τοῦ βίου ἐπὶ τὸ βάπτισμα ἰόντες. Ἡμεῖς μὲν γὰρ εὐχόμεθα, ἵνα μετὰ τὸ βάπτισμα καὶ πολιτείαν σχῆτε· σὺ δὲ σπεύδεις καὶ πάντα ποιεῖς, ὥστε πολιτείας ἔρημος ἀπελθεῖν. Τί γὰρ, εἰ καὶ δίκαιος γίνῃ, ἀλλ' ἀπὸ τῆς πίστεως μόνης; Ἡμεῖς δὲ καὶ τὴν ἀπὸ τῶν κατορθωμάτων εὐχόμεθα σχεῖν παῤῥησίαν. ∆ιαπαντὸς τὰ αὐτοῦ νοεῖν, τὰ αὐτοῦ φρονεῖν, τὰ αὐτοῦ μελετᾷν. Σώφρονα γὰρ λογισμὸν καὶ ἐνάρετον πολιτείαν οὐ μίαν ἡμέραν οὐδὲ δύο καὶ τρεῖς αἰτοῦμεν μόνον, ἀλλὰ διὰ παντὸς τοῦ βίου καὶ τῆς ζωῆς, καὶ τὴν ὑπόθεσιν τῶν ἀγαθῶν ἁπάντων, τὸ τὰ αὐτοῦ φρονεῖν. Οἱ γὰρ πολλοὶ τὰ ἑαυτῶν ζητοῦσιν, οὐ τὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Πῶς οὖν τοῦτο ἂν γένοιτο; δεῖ γὰρ μετὰ τῆς εὐχῆς50 καὶ τὰ παρ' ἑαυτῶν συνεισφέρειν. Ἐὰν ἐν τῷ νόμῳ αὐτοῦ καταγινώμεθα ἡμέρας καὶ νυκτός· διὸ καὶ ἐπάγει τοῦτο αἰτῶν· Ἐν τῷ νόμῳ αὐτοῦ καταγίνεσθαι. Καὶ ὥσπερ ἄνω τὸ, ∆ιαπαντὸς, εἶπεν, οὕτως ἐνταῦθα, Ἡμέρας καὶ νυκτός. ∆ιὸ καὶ αἰσχύνομαι διὰ τοὺς ἅπαξ τοῦ ἐνιαυτοῦ μόλις ἐν ἐκκλησίᾳ φαινομένους. Τίνα γὰρ σχοῖεν ἀπολογίαν οἱ δι' ἡμέρας καὶ νυκτὸς οὐχ ἁπλῶς ὁμιλεῖν τῷ νόμῳ, ἀλλὰ καταγίνεσθαι κελευόμενοι, τουτέστι προσαδολεσχεῖν, καὶ μηδὲ τὸ πολλοστὸν μέρος τῆς ζωῆς τοῦτο ποιοῦντες, τῶν ἐντολῶν αὐτοῦ μνημονεύειν, τὰ δικαιώματα αὐτοῦ φυλάσσειν;

ζʹ. Εἶδες σειρὰν ἀρίστην, καὶ πῶς ἕκαστον αὐτῶν τοῦ πλησίον ἔχεται, πάσης χρυσῆς ἁλύσεως ἀσφαλέστερόν τε καὶ εὐπρεπέστερον συγκείμενον; Αἰτήσας γὰρ νοῦν ἔνθεον, λέγει πῶς ἂν γένοιτο οὗτος. Πῶς δ' ἂν γένοιτο; Ἐκ τοῦ διαπαντὸς αὐτὸν μελετᾷν. Τοῦτο δὲ πῶς ἂν συμβαίη; Ἐκ τοῦ τῷ νόμῳ προσέχειν διηνεκῶς. Πῶς δ' ἂν πεισθείησαν ἄνθρωποι τοῦτο, Εἰ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ τηροῖεν· μᾶλλον δὲ ἐκ τοῦ τῷ νόμῳ προσέχειν, καὶ τὸ τὰς ἐντολὰς τηρεῖν γίνεται· ὥσπερ οὖν καὶ ἐκ τοῦ τὰ αὐτοῦ φρονεῖν καὶ ἔνθεον ἔχειν νοῦν, τὸ τὰ αὐτοῦ μελετᾷν. Ἕκαστον γὰρ τῶν εἰρημένων καὶ συγκατασκευάζει τὸ πλησίον, καὶ συγκατασκευάζεται παρ' αὐτοῦ, συνέχον τε αὐτὸ καὶ συνεχόμενον παρ' αὐτοῦ. Ἔτι ἐκτενέστερον ὑπὲρ αὐτῶν παρακαλέσωμεν. Ἐπειδὴ γὰρ ἐν τῷ μακρῷ λόγῳ καταδαρθάνειν εἴωθεν ἡ ψυχὴ, πάλιν αὐτὴν διανίστησι. Μεγάλα γὰρ βούλεταί τινα αἰτῆσαι πάλιν καὶ ὑψηλά· διό φησιν· Ἔτι ἐκτενέστερον ὑπὲρ αὐτῶν παρακαλέσωμεν. Τί δὲ τοῦτό ἐστιν; Ἵνα ἐξέληται αὐτοὺς ἀπὸ παντὸς πονηροῦ καὶ ἀτόπου πράγματος. Ἐνταῦθα τὸ μὴ εἰσελθεῖν εἰς πειρασμὸν καὶ τὸ πάσης ἐπιβουλῆς ἀπαλλαγῆναι αἰτοῦμεν αὐτοῖς σωματικῶν τε ὁμοῦ καὶ πνευματικῶν· διὸ καὶ ἐπάγει λέγων· Ἀπὸ παντὸς ἁμαρτήματος διαβολικοῦ, καὶ πάσης περιστάσεως τοῦ Ἀντικειμένου· τοὺς πειρασμοὺς δηλῶν καὶ τὰς ἁμαρτίας.

Εὐπερίστατον γὰρ ἡ ἁμαρτία, πάντοθεν ἱσταμένη, ἔμπροσθεν, ὄπισθεν, καὶ οὕτως ἡμᾶς καταβάλλουσα. Ἐπειδὴ γὰρ εἶπεν ἃ δεῖ γενέσθαι παρ' ἡμῶν, ἐν τῷ νόμῳ αὐτοῦ καταγίνεσθαι, τῶν ἐντολῶν αὐτοῦ μνημονεύειν, τὰ δικαιώματα αὐτοῦ φυλάττειν· πείθει λοιπὸν, ὅτι οὐδὲ ταῦτα ἀρκεῖ, ἂν μὴ αὐτὸς παρῇ καὶ βοηθῇ. Ἐὰν γὰρ μὴ Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον, εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες αὐτόν· καὶ μάλιστα ἐπὶ τούτων, οἳ ἔτι πρόκεινται τῷ διαβόλῳ, καὶ ὑπὸ τὴν ἀρχήν εἰσι τὴν αὐτοῦ. Καὶ ἴστε ταῦτα οἱ μεμυημένοι. Ἀναμνήσθητε γοῦν τῶν ῥημάτων ἐκείνων, δι' ὧν ἀπετάξασθε αὐτοῦ τῇ τυραννίδι, γόνυ κλίναντες, καὶ πρὸς τὸν Βασιλέα αὐτομολήσαντες, καὶ τὰ φρικώδη ἐκεῖνα φθεγξάμενοι ῥήματα, δι' ὧν παιδευόμεθα μηδὲν αὐτῷ καθόλου πείθεσθαι Ἀντικείμενον δὲ αὐτὸν καλεῖ καὶ διάβολον, ἐπειδὴ καὶ Θεὸν πρὸς ἀνθρώπους διαβάλλει, καὶ ἡμᾶς πρὸς Θεὸν, καὶ πάλιν ἡμᾶς αὐτοὺς πρὸς ἀλλήλους· ποτὲ μὲν γὰρ τὸν Ἰὼβ πρὸς τὸν Θεὸν, λέγων· Μὴ δωρεὰν σέβεται Ἰὼβ τὸν Κύριον; καὶ πάλιν τὸν Θεὸν πρὸς τὸν Ἰώβ· Πῦρ κατῆλθεν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ· καὶ πρὸς τὸν Ἀδὰμ πάλιν τὸν Θεὸν, ὅτε ἔλεγε διανοιχθήσεσθαι αὐτῶν τοὺς ὀφθαλμούς· καὶ πρὸς πολλοὺς τῶν νῦν ἀνθρώπων, λέγων· Οὐ προνοεῖ Θεὸς τῶν ὁρωμένων, ἀλλὰ δαίμοσιν ἀφῆκε τὰ καθ' ὑμᾶς· καὶ πρὸς πολλοὺς δὲ τῶν Ἰουδαίων τὸν Χριστὸν διέβαλε, πλάνον καὶ γόητα καλῶν. Πῶς δὲ ἐνεργεῖ, ἴσως βούλεταί τις ἀκοῦσαι. Ὅταν μὴ εὕρῃ νοῦν ἔνθεον, ὅταν μὴ σώφρονα ψυχὴν, ὅταν μὴ μνημονεύῃ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, μηδὲ φυλάσσῃ τὰ δικαιώματα αὐτοῦ, τότε αἰχμάλωτον λαβὼν ἄπεισιν. Ὁ γοῦν Ἀδὰμ εἰ ἐμνημόνευε τῆς ἐντολῆς λεγούσης, Ἀπὸ παντὸς ξύλου φαγῇ, εἰ ἐφύλασσε τὸ δικαίωμα τὸ λέγον, Ἧ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε, τότε θανάτῳ ἀποθανεῖσθε· οὐκ ἂν ἔπαθεν ἅπερ ἔπαθεν. Ἵνα καταξιώσῃ αὐτοὺς ἐν καιρῷ εὐθέτῳ τῆς τοῦ λουτροῦ παλιγγενεσίας, τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν. Τὰ μὲν γὰρ παρόντα αἰτοῦμεν, τὰ δὲ μέλλοντα· καὶ φιλοσοφοῦμεν ὑπὲρ τοῦ λουτροῦ, καὶ ἐν τῇ αἰτήσει παιδεύομεν αὐτοὺς εἰδέναι αὐτοῦ τὴν ἰσχύν. Ἐντεῦθεν γὰρ ἤδη ὁ λόγος αὐτοὺς συνεθίζει εἰδέναι, ὅτι ἀναγέννησις τὸ πρᾶγμά ἐστι, καὶ πάλιν γεννώμεθα, ὥσπερ ἀπὸ τῆς μήτρας, οὕτως ἀπὸ τῶν ὑδάτων· ἵνα μὴ λέγωσι κατὰ τὸν Νικόδημον, Πῶς δύναταί τις γεννηθῆναι γέρων ὤν; μὴ δύναται εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητρὸς αὐτοῦ εἰσελθεῖν, καὶ γεννηθῆναι ἄνωθεν; Εἶτα, ἐπειδὴ ἄφεσιν εἶπεν ἁμαρτιῶν, διὰ τῶν ἑξῆς αὐτὴν πιστοῦται λέγων· Τοῦ ἐνδύματος τῆς ἀφθαρσίας. Ὁ γὰρ υἱότητα ἐνδυόμενος, δῆλον ὅτι ἄφθαρτος γίνεται. Τί δέ ἐστιν, Ἐν καιρῷ εὐθέτῳ; Ὅταν εὖ διακείμενος ᾖ, ὅταν μετὰ προθυμίας καὶ πίστεως προσίῃ· τοῦ γὰρ πιστοῦ καιρὸς εὔθετος οὗτός ἐστιν. Ἵνα εὐλογήσῃ τὰς εἰσόδους αὐτῶν καὶ τὰς ἐξόδους, πάντα τὸν βίον αὐτῶν. Ἐνταῦθα δὲ καὶ σωματικόν τι αἰτεῖν κελεύονται, ὡς ἔτι ἀσθενέστεροι ὄντες. Τοὺς οἴκους αὐτῶν, καὶ τὰς οἰκετίας. Τουτέστιν, ἄν τε θεράποντας ἔχωσιν, ἄν τε συγγενεῖς, ἄν τε ἑτέρους τινὰς προσήκοντας. Ταῦτα γὰρ ἦν τῆς Παλαιᾶς τὰ ἔπαθλα· καὶ οὐδὲν οὕτω δεινὸν ἐδόκει εἶναι, ὡς χηρεία, ὡς ἀπαιδία, ὡς τὰ πένθη τὰ ἄωρα, ὡς τὸ ἐν λιμῷ εἶναι, ὡς τὸ μὴ ἐξ οὐρίας τὰ πράγματα αὐτοῖς φέρεσθαι. ∆ιὰ δὴ τοῦτο καὶ τούτους ἀφίησιν ἐμφιλοχωρεῖν ταῖς αἰτήσεσι ταῖς σωματικωτέραις, κατὰ μικρὸν αὐτοὺς ἀναβιβάζων. Τοῦτο γὰρ καὶ ὁ Χριστὸς ποιεῖ, τοῦτο καὶ ὁ Παῦλος, παλαιῶν μεμνημένος εὐλογιῶν· ὁ μὲν Χριστὸς, ὅταν λέγῃ· Μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσι γῆν· ὁ δὲ Παῦλος, Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου, καὶ ἔσῃ μακροχρόνιος ἐπὶ τῆς γῆς. Τὰ τέκνα αὐτῶν ἵνα αὐξήσας εὐλογήσῃ, καὶ εἰς μέτρον ἡλικίας ἀγαγὼν σοφίσῃ.

ηʹ. Πάλιν ἐνταῦθα καὶ σωματικὸν καὶ πνευματικὸν, ἅτε νηπιωδέστερον διακειμένοις. Εἶτα τὸ ὕστερον καθόλου πνευματικόν· Ἵνα κατευθύνῃ αὐτοῖς πάντα τὰ προκείμενα πρὸς τὸ συμφέρον. Οὐ γὰρ ἁπλῶς τὰ προκείμενα, ἀλλὰ πρὸς τὸ συμφέρον. Πολλάκις γὰρ πρόκειται ἀποδημία, ἀλλ' οὐ συμφέρει· ἕτερόν τι τοιοῦτον, ἀλλ' οὐκ ἔστι λυσιτελοῦν. Ἀπὸ τούτων παιδεύονται ἐν πᾶσιν εὐχαριστεῖν τῷ Θεῷ, ὡς συμφερόντως γινομένοις. Καὶ μετὰ ταῦτα πάντα ἐγείρεσθαι κελεύει λοιπόν. Πρότερον γὰρ αὐτοὺς χαμαὶ ῥίψας, ὅτε ᾔτησαν ἅπερ ᾔτησαν καὶ παῤῥησίας ἐνεπλήσθησαν, ἀνίστησιν αὐτοὺς ὁ λόγος, καὶ κελεύει λοιπὸν καὶ αὐτοὺς ἔχεσθαι τῆς πρὸς τὸν Θεὸν ἱκετηρίας. Τὰ μὲν γὰρ ἡμεῖς λέγομεν, τὰ δὲ αὐτοῖς ἐπιτρέπομεν, ἤδη τὰς θύρας αὐτοῖς ἀνοίγοντες τοῦ αἰτεῖν· καθάπερ τοὺς παῖδας πρότερον μὲν αὐτοὶ διδάσκομεν, ἔπειτα δὲ καὶ δι' ἑαυτῶν φθέγγεσθαι κελεύομεν λέγοντες· Τὸν ἄγγελον τῆς εἰρήνης αἰτήσατε, οἱ κατηχούμενοι. Ἔστι γὰρ ἄγγελος κόλασιν ἔχων, ὡς ὅταν λέγῃ· Ἀποστολὴν δι' ἀγγέλων πονηρῶν. Ἔστιν ὀλοθρευτής. ∆ιὰ τοῦτο τὸν ἄγγελον τῆς εἰρήνης κελεύομεν αἰτεῖν, παιδεύοντες, ὃ πάντων ἐστὶ σύνδεσμος τῶν ἀγαθῶν, εἰρήνη, τοῦτο ζητεῖν, ὥστε πάσης ἀπηλλάχθαι μάχης, παντὸς πολέμου, πάσης στάσεως. Εἰρηνικὰ ὑμῖν πάντα τὰ προκείμενα. Κἂν γὰρ φορτικὸν ᾖ τι, εἰρήνην δὲ ἔχῃ, κοῦφόν ἐστι. ∆ιὰ τοῦτο καὶ ὁ Χριστὸς ἔλεγεν· Εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν. Οὐδὲν γὰρ οὕτως ὅπλον ἰσχυρὸν τῷ διαβόλῳ, ὡς μάχη καὶ ἔχθρα καὶ πόλεμος. Εἰρηνικὴν τὴν παροῦσαν ἡμέραν, καὶ πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς ὑμῶν αἰτήσασθε. Εἶδες πῶς πάλιν ὁλόκληρον τὸν βίον ἐν ἀρετῇ κελεύει εἶναι; Χριστιανὰ ὑμῶν τὰ τέλη· τὸ κεφάλαιον τῶν ἀγαθῶν, τὸ καλὸν καὶ τὸ συμφέρον. Ὃ γὰρ μὴ καλὸν, οὐδὲ συμφέρον. Ἄλλη γὰρ παρ' ἡμῖν τῶν συμφερόντων ἡ φύσις παρὰ τὴν τῶν πολλῶν ὑπόληψιν. Ἑαυτοὺς τῷ ζῶντι Θεῷ καὶ τῷ Χριστῷ αὐτοῦ παραθέσθαι. Οὔπω γὰρ τῶν ὑπὲρ ἑτέρων αὐτοῖς ἐπιτρέπομεν, ἀλλ' ἀγαπητὸν ὑπὲρ αὑτῶν δύνασθαι δεῖσθαι. Εἶδες εὐχὴν51 ἀπηρτισμένην, καὶ δογμάτων ἕνεκεν καὶ πολιτείας; Ὅταν γὰρ Εὐαγγέλιον εἴπωμεν, ὅταν ἔνδυμα ἀφθαρσίας, ὅταν λουτρὸν παλιγγενεσίας, τὰ δόγματα εἴπομεν πάντα· ὅταν νοῦν ἔνθεον, ὅταν σώφρονα λογισμὸν, ὅταν τὰ ἄλλα ἅπερ εἰρήκαμεν, τὴν πολιτείαν ᾐνιξάμεθα. Εἶτα κλῖναι τὰς κεφαλὰς κελεύομεν, τεκμήριον τοῦ τὰς εὐχὰς ἀκουσθῆναι ποιούμενοι τὸ τὸν Θεὸν εὐλογεῖν. Οὐ γὰρ δὴ ἄνθρωπός ἐστιν ὁ εὐλογῶν, ἀλλὰ διὰ τῆς ἐκείνου χειρὸς καὶ γλώττης αὐτῷ προσάγομεν τῷ Βασιλεῖ τὰς κεφαλὰς τῶν παρεστώτων. Καὶ ἐπιβοῶσιν ἅπαντες τὸ, Ἀμήν. Ταῦτα δέ μοι πάντα τίνος ἕνεκεν εἴρηται; Ἵνα διδάξω ὅτι τὸ ἑτέρων δεῖ ζητεῖν, ἵνα μὴ νομίσωσιν οἱ πιστοὶ μηδὲν εἶναι πρὸς αὐτοὺς, ὅταν ταῦτα λέγηται. Οὐ γὰρ δὴ τοῖς τοίχοις ὁ διάκονος λέγει· ∆εηθῶμεν ὑπὲρ τῶν κατηχουμένων. Ἀλλά τινες οὕτως εἰσὶν ἀνόητοι καὶ βλᾶκες καὶ διαλελυμένοι, ὡς μὴ μόνον ἐν τῷ καιρῷ τῶν κατηχουμένων, ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ καιρῷ τῶν πιστῶν52 ἑστάναι καὶ διαλέγεσθαι.53 Ἐντεῦθεν πάντα διέστραπται, ἐντεῦθεν πάντα ἀπόλωλεν, ὅτι ἐν τῷ καιρῷ, ἐν ᾧ μάλιστα δεῖ τὸν Θεὸν καταλλάττειν, ἐν τούτῳ παροξύνοντες ἄπιμεν. Καὶ γὰρ ἐπὶ τῶν πιστῶν ὑπὲρ ἐπισκόπων, ὑπὲρ πρεσβυτέρων, ὑπὲρ βασιλέων, ὑπὲρ τῶν κρατούντων, ὑπὲρ γῆς καὶ θαλάσσης, ὑπὲρ ἀέρων, ὑπὲρ τῆς οἰκουμένης ἁπάσης κελευόμεθα προσιέναι τῷ φιλανθρώπῳ Θεῷ. Ὅταν οὖν οἱ τοσαύτην ὀφείλοντες ἔχειν παῤῥησίαν, ὡς ὑπὲρ ἀλλοτρίων δεῖσθαι, μηδὲ ὑπὲρ ἑαυτῶν νήφοντες προσευχώμεθα, τίς ἡμῖν ἡ ἀπολογία; ποία συγγνώμη; ∆ιὸ δὴ παρακαλῶ ταῦτα πάντα ἐννοήσαντας, εἰδέναι καιρὸν εὐχῆς,54 καὶ μεταρσίους γίνεσθαι, καὶ ἀπαλλάττεσθαι τῆς γῆς, καὶ αὐτῶν ἅπτεσθαι τῶν ἁψίδων τοῦ οὐρανοῦ, ἵνα δυνηθῶμεν τὸν Θεὸν ἵλεων ποιῆσαι, καὶ τυχεῖν τῶν ἐπηγγελμένων ἀγαθῶν· ὧν γένοιτο πάντας ἡμᾶς ἐπιτυχεῖν, χάριτι καὶ φιλανθρωπίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, μεθ' οὗ τῷ Πατρὶ ἅμα τῷ ἁγίῳ Πνεύματι δόξα, κράτος, τιμὴ, νῦν καὶ ἀεὶ, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.»


Σχετικά μας ἄρθρα
(διαθέσιμα εἰς τό Ἀναλόγιον55, καὶ εἰς τό Academia56): [ΠΠ1] Πῶς ἐτέλεσε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς τὴν «θείαν Εὐχαριστίαν εἰς τὸν Μυστικὸν Δείπνον, μυστικῶς ἢ εἰς ἐπήκοον;», Παν. Δ. Παπαδημητρίου 2/12/2020.
[ΠΠ2] Τὰ τρία Ἀμήν (Ἀμήν, ἀμήν, ἀμήν) εἰς τὴν μυστικὴν στιγμὴν τῆς εὐλογήσεως τοῦ Ἁγίου Ἄρτου καὶ τοῦ Ἁγίου Ποτηρίου, Παν. Δ. Παπαδημητρίου, 8/11/2020 (27/10/20).
[ΠΠ3] Ἐπιτρέπεται ἡ Γονυκλισία τὶς Κυριακές;, Παν. Δ. Παπαδημητρίου, 2004/5.
[ΠΠ4] Διάταξις τῆς Θείας Λειτουργίας 1334, Ἁγίου Φιλοθέου, V.480 [ΔΘΛ], Π. Δ. Παπαδημητρίου (πρόχειρον, 23/11/2020).
[ΠΠ5] Διάταξις τῆς Πατριαρχικῆς Λειτουργίας 1386 (Ἁγία Σοφία), παρὰ τοῦ πρωτονοταρίου τῆς Ἁγίας Σοφίας, διακ. Δημητρίου Γεμιστοῦ, V.135 [ΔΘΛ], Π. Δ. Παπαδημητρίου (πρόχειρον, 22/11/2020).
ΠΠ6] Σύγχρονοι (Ἅγιοι) Γέροντες καὶ οἱ Μυστικὲς Εὐχές, [Ὀρθόδοξος Τύπος, τ. 2431, 2432, 2433 (13, 20, 27 Ἰαν. 2023)], Παν. Δ. Παπαδημητρίου 8/2/2022.
[ΠΠ7] Ὁ ΙΘʹ Κανὼν τῆς Συνόδου τῆς Λαοδικείας (364), καὶ ἡ ἀνάγνωσις τῶν Λειτουργικῶν Εὐχῶν, Παν. Δ. Παπαδημητρίου, 3/4/2022.
[ΠΠ8] Ποιοῦντος τοῦ Διακόνου τὴν Εὐχήν, ὁ Ἱερεὺς ἐπεύχεται τὴν Εὐχήν, Παν. Δ. Παπαδημητρίου, 30/10/2022.
[ΠΠ9] Εὐχή διά Προσφωνήσεως (Διακονικά), 5/12/ 2022.
[ΠΠ10] Ἱερατικόν Συλλείτουργον - σύγκρισις διατάξεων, Ἱερατικῶν, καὶ σχόλια, Παν. Δ. Παπαδημητρίου, 21/12/2022.
[ΠΠ11] Ἀνάλυσις τῶν Παλαιοχριστιανικῶν Βασιλικῶν (Ναῶν) τοῦ Δʹ αἰῶνος ἐν Ἑλλάδι, Παν. Δ. Παπαδημητρίου, 3/2/2024.
[ΠΠ12] Τὸ ἀθέατον τῆς Ἁγίας Τράπεζας, στὴν Κωνσταντινούπολη, στὴν Ἑλλάδα, καὶ ἀπό Ἀνατολή σὲ Δύση, τὴν ὥρα τῆς Ἀναφορᾶς — Τὰς θύρας, τάς θύρας· Ποιὲς θύρες; Τό Ἱερόν Κιβώριον, τά Καταπετάσματα-Παραπετάσματα-Βῆλα, τὸ Φράγμα τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, τὸ Φράγμα τοῦ Πρεσβυτερίου (Σολέα), τὸ Σύνθρονον, Παν. Δ. Παπαδημητρίου, β' ἔκδ. 23/4/2024 (α' ἔκδ. 5/2/2024). Στὴν ἐργασία αὐτὴ ἀναλύουμε ἐκτενῶς καὶ πολλὰ ἐπιμέρους σχετικά θέματα, π.χ.:

i. Κεφ. 5ον, Ὁ διαχωρισμὸς τῶν Φύλων στὸν Ναόν.
ii. Κεφ. 18ον, Τὸ κλείσιμο τῆς Ὡραίας Πύλης τοῦ Ἱεροῦ (τὰ Βημόθυρα καὶ τὸ Καταπέτασμα) στὴν Θεία Λειτουργία στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος.
iii. Κεφ. 19ον, Τό κλείσιμο τῆς Ὡραίας Πύλης τοῦ Ἱεροῦ (τά Βημόθυρα καί τό Καταπέτασμα) στά Ἱερατικά τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας — Σύγκριση, σχόλια.
iv. Κεφ. 77ον, 95ον, Τὸ Καταπέτασμα στὸν Ἅγιο Συμεὼν Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης (+1429).

[ΠΠ13] Ἡ ἐξέλιξη τοῦ Καταπετάσματος (Τέμπλου, Εἰκονοστασίου, Φράγματος τοῦ Βήματος) [Βίντεο], 30/4/2024.
[ΠΠ14] Ὅτι τό χαμηλό Τέμπλο κυρίως, καὶ ἡ ἀνοιχτή Ὡραία Πύλη, ἐμποδίζουν τόν πιστόν Λαόν νὰ προσευχηθεῖ, καὶ πόσο κακὸ κάνει στοὺς Ἱερεῖς, αʹ ἔκδοσις (v.1.1), 31-30/5/2024.


Σχετικά Περιληπτικά μας ἄρθρα (διαθέσιμα εἰς τό Ἀναλόγιον55):

1. Σταματεῖστε τούς Πειραματισμούς στήν Θεία Λατρεία, στήν Θεία Λειτουργία, στό Τυπικόν, αʹ ἔκδοσις, 29/5/2024.

2. Ἀπάντησις στὸν π. Δανιήλ Γ. Αεράκη, γιὰ τὸ «Οὔτε μυστικά, οὔτε ψιθυριστά, οὔτε... ἀνύπαρκτα», αʹ ἔκδοσις, 11/6/2024.



Τέλος, καὶ τῶ Θεῷ

Δόξα πάντων ἕνεκεν



Ὑποσημειώσεις

1 Εἰσελθόντες εἰς τὸ ταμιεῖον τῆς καρδίας τους, καὶ κλείοντες τὴν θύραν τῶν περισπασμῶν, τῶν κοσμικῶν φροντίδων, καὶ τῶν ματαίων λογισμῶν, ἀλλιῶς θὰ γίνει χάβρα Ἰουδαίων, καὶ ἂν ἔχουν τὸ πάθος τῆς ἀνθρωπαρεσκείας καὶ ἐπιδείξεως, μείζονα κατάκρισιν τῶν ὑποκριτῶν θέλουν λάβει.

2 R.F. Taft, The Great Entrance, OCA 200, Roma, 1975, σ. 314.

3 R.F. Taft, The Great Entrance, ὅ.π., σ. 314.

4 Βλ. «Εὔξασθε, οἱ κατηχούμενοι. Καὶ πάντες οἱ πιστοὶ κατὰ διάνοιαν ὑπὲρ αὐτῶν προσευχέσθωσαν, λέγοντες· Κύριε ἐλέησον.» [PG 1, 1076]. Καὶ ἀλλοῦ οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι: «ἑστῶτος παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ προσευχομένου ἡσύχως» [PG 1, 737].

5 Στὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, ἡ προσφώνησις ἔχει ἄνευ τοῦ «Οἱ πιστοί», δηλ. «Ὑπὲρ τῶν κατηχουμένων ἐκτενῶς δεηθῶμεν». Ἐπειδὴ ὅμως, διὰ τὴν λήθην, καὶ τὴν χλιαρότητα, ἔπρεπε νὰ τονιστεῖ ὅτι μαζὶ μὲ τοὺς Ἱερεῖς, ταυτόχρονα καὶ οἱ Πιστοὶ ἔπρεπε νὰ προσευχηθοῦν γιὰ τοὺς Κατηχούμενους (οἱ μὲν μὲ τὶς Ἱερατικὲς Εὐχές, οἱ δὲ μὲ τὶς διὰ Προσφωνήσεως Εὐχές), προστέθηκε καὶ τὸ «Οἱ πιστοί» ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἐποχή, γιὰ νὰ ὑπενθυμίσει στοὺς Πιστοὺς ὑπὲρ τῆς τῶν Κατηχουμένων Προσευχῆς.

—Λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Οὐ γὰρ δὴ τοῖς τοίχοις ὁ διάκονος λέγει· ∆εηθῶμεν ὑπὲρ τῶν κατηχουμένων. Ἀλλά τινες οὕτως εἰσὶν ἀνόητοι καὶ βλᾶκες καὶ διαλελυμένοι, ὡς μὴ μόνον ἐν τῷ καιρῷ τῶν κατηχουμένων, ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ καιρῷ τῶν πιστῶν ἑστάναι καὶ διαλέγεσθαι.» [PG 61, 404].

—Βλ. ὑποσ. 6, 8.

6 Ὁ Διάκονος, σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, τὸ «Δεηθῶμεν» τὸ λέει καὶ γιὰ τὸν Ἱερέα καὶ γιὰ τὸν πιστόν Λαόν. Βλ. παρακάτω.

7 δηλ. καθ’ ἑαυτόν, ἐν σιγῇ, μυστικῶς, κατὰ διάνοιαν, μέσα τους, ἄνευ ἐξωτερικῆς φωνῆς.

8 Βλ. [PG 1, 1076], ἐπίσης τά ἄρθρα μας· Ὁ ΙΘʹ Κανὼν τῆς Συνόδου τῆς Λαοδικείας (364), καὶ ἡ ἀνάγνωσις τῶν Λειτουργικῶν Εὐχῶν, [PDF], καί· Ποιοῦντος τοῦ Διακόνου τὴν Εὐχήν, ὁ Ἱερεὺς ἐπεύχεται τὴν Εὐχήν, [PDF].

9 Τὸ Κύριε ἐλέησον ψάλλεται μετὰ μέλους μόνον σὲ πανηγύρεις.

10 Ἤτοι μὴ εἰς ἐπήκοον, δηλ. σιωπηλῶς ἢ ἂν δὲν μπορεῖ, τότε χαμηλοφώνως (καὶ γιὰ νὰ μὴν κοροϊδεύουμε μὲ πρόσχημα τὸ «χαμηλοφώνως») μακρὰν ἐννοεῖται τοῦ μικροφώνου, καὶ προπαντὸς μὴ ἐπικαλύπτων ἀκουστικῶς τὸν παραδοσιακόν Ἱεροψάλτην (αὐτόν ποὺ ἀκολουθεῖ τήν Λειτουργική Παράδοσιν), διότι ὁ ἄνθρωπος ἐκ φύσεως εἶναι δύσκολο νὰ προσέξει δύο ἀνθρώπους ὀμιλοῦντας ταυτοχρόνως. Ἄλλο ἂν - ψάλλοντος τοῦ Ἱεροψάλτου - ἀκούγονται «ἀσθενῶς» οἱ Εὐχὲς χωρὶς ὅμως «ἐπιτηδειότητα» (π.χ. ἀκουσίως λόγῳ τῶν μικροφώνων τοῦ Ἱεροῦ – ποὺ καλὸ θὰ εἶναι νὰ ἀνοίγουν μόνο στὶς Ἐκφωνήσεις, ἢ λόγῳ μικροῦ ναοῦ, ἢ λόγῳ ὅτι μερικοὶ ἱερεῖς πρέπει νὰ ἐξωτερικεύσουν τὴν φωνή τους γιὰ νὰ ἐννοήσουν τι). — «ἐπιτηδειότητα» = νὰ περιμένω νὰ τελειώσει ὁ ψάλτης γιὰ νὰ πῶ τὶς Εὐχές (τὸ ὁποῖον εἶναι νεωτερισμός) εἰς ἐπήκοον τοῦ λαοῦ, ἢ νὰ δασκαλέψω τὸν ἱεροψάλτη νὰ πράξει οὕτως ἢ ἄλλως (ἀντίθετα μὲ τὴν Παράδοση) γιὰ νὰ ἀκούγονται οἱ Εὐχὲς στὸν λαόν· τέτοια παράδοση, τέτοιες πρακτικὲς δὲν παρελάβαμε ἀπὸ τοὺς Πατέρες μας («Ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν»).

11 Ὁ θεμελιώδης λόγος τοῦ Κυρίου γιὰ τὴν Προσευχή, καὶ τὸ θεμέλιον τῆς Λειτουργικῆς Παραδόσεως, εἶναι ὁ ἑξῆς· «Καὶ ὅταν προσεύχῃ, οὐκ ἔσῃ ὡς οἱ ὑποκριταί· ὅτι φιλοῦσιν ἐν ταῖς συναγωγαῖς καὶ ἐν ταῖς γωνίαις τῶν πλατειῶν ἑστῶτες προσεύχεσθαι, ὅπως ἄν φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅτι ἀπέχουσι τὸν μισθὸν αὐτῶν. Σὺ δὲ ὅταν προσεύχῃ, εἴσελθε εἰς τὸ ταμιεῖόν σου καὶ κλείσας τὴν θύραν σου πρόσευξαι τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ· καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ», Ματθ. ϛʹ 5-6.

12 Ὁ Παναγιώτης Ν. Τρεμπέλας (γιὰ τὶς Εὐχὲς τῶν Ἀντιφώνων βέβαια) λέει: «ἑκάστη εὐχή ἀνεγινώσκετο πιθανότατα, ὡς καί σήμερον, κατά τήν διάρκειαν τῆς συναπτῆς», Παν. Ν. Τρεμπέλα, Αἱ Τρεῖς Λειτουργίαι – κατὰ τοὺς ἐν Ἀθήναις κώδικας, ἐκδ. Σωτήρ, 1997, σ. 27. Συναπτές, εἶναι οἱ διὰ Προσφωνήσεως Εὐχές τοῦ Διακόνου.

13 Βλ. τὸ ἄρθρο μας· Ποιοῦντος τοῦ Διακόνου τὴν Εὐχήν, ὁ Ἱερεὺς ἐπεύχεται τὴν Εὐχήν, [PDF].

14 Τό ὀρθόδοξον κριτήριον τῆς Λειτουργικῆς Παραδόσεως εἶναι τὸ τοῦ Συνοδικοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας: «Ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν». Αὐτὸ ποὺ ὁ Φουντούλης καλεῖ τάχα φθορά, φυσικά δὲν εἶναι φθορά, ἀλλὰ εἶναι ἡ ὄντως ἀρχαία Παράδοσις, ποὺ παρελήφθη, ἔφτασε ζῶσα ὡς τὶς ἡμέρες μας, καὶ ποὺ ὑπῆρχε ἀκόμη καὶ στὴν ἐποχή τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καὶ φυσικά πρίν ἀπὸ αὐτόν. Εἶναι δυνατόν, ἡ συγκεκριμένη τάξις τῶν ἀρχαίων Λειτουργικῶν Χειρογράφων Εὐχολογίων, ἀκόμη καὶ τοῦ ἀρχαιότερου σωζόμενου Λειτουργικοῦ Χειρογράφου, ἀντιγράφου Ἐπισκοπικοῦ Κωνσταντινουπολίτικου Εὐχολογίου, νὰ συκοφαντεῖται ὡς φθορά, 1200 χρόνια μετά (!), ὅταν περάσανε τόσοι αἰώνες στήν Ὀρθοδοξία, ὅταν δὲν ὑπάρχουν οὔτε τὰ ἀμέσως ἀρχαιότερα αὐτοῦ Εὐχολόγια πρός σύγκρισιν; Καὶ θὰ δοῦμε παρακάτω, ὅτι ὄντως ἔσφαλλε ὁ Φουντούλης, καθότι θὰ δοῦμε ὅτι καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, 400 ἔτη πρό τοῦ Βαρβερινοῦ κώδικος (!) ἀναφέρει αὐτήν τὴν τάξιν, πού φυσικά ἦταν στὴν Ἐκκλησία καί πρίν ἀπό τόν Ἅγιον!

15 Ἰωάννου Μ. Φουντούλη, Ἀπαντήσεις εἰς Λειτουργικὰς ἀπορίας, δʹ τόμος, ἔκδ. αʹ, Ἀποστολικὴ Διακονία 1994, #410, σ. 29.

16 [PG 61, 399].

17 Τὰ ἐντὸς ἀγκυλῶν εἶναι δική μας προσθήκη-ἐπεξήγηση.

18 Ἰωάννου Μ. Φουντούλη, Ἀπαντήσεις εἰς Λειτουργικὰς ἀπορίας, δʹ τόμος, ὅ.π., #482, σ. 263.

19 Ἰωάννου Μ. Φουντούλη, Ἀπαντήσεις εἰς Λειτουργικὰς ἀπορίας, εʹ τόμος, ἔκδ. αʹ, Ἀποστολικὴ Διακονία 2003, #558, σ. 222.

20 Ἰωάννου Μ. Φουντούλη, Ἀπαντήσεις εἰς Λειτουργικὰς ἀπορίας, εʹ τόμος, ὅ.π., #571, σσ. 282, 284.

21 Ἕνα σφάλμα μερικῶν, εἶναι ὅτι θεωροῦν τὶς Εὐχὲς ὡς ἕνα κείμενο γιὰ διάβασμα. Δὲν εἶναι ἔτσι ὅμως. Οἱ Εὐχὲς εἶναι Προσευχή τῶν Ἱερέων, καὶ δὲν εἶναι ἁπλὴ ἀνάγνωσις, δὲν εἶναι ἁπλὸ διάβασμα ἑνὸς κειμένου. Ἡ Προσευχὴ ἀπαιτεῖ καὶ συγκέντρωση νοός, καὶ ἀπουσία περισπασμῶν κυρίως ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ ὅταν εἶναι σὲ πνευματική κατάσταση ὁ προσευχόμενος (Ἱερεύς), ἐνίοτε ἔρχονται καὶ δάκρυα (καὶ σπανίως καὶ κατὰ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ ἔρθουν «Ἐμπειρίες κατὰ τὴν Θεία Λειτουργία»). Πῶς ὅμως θὰ γίνει ἡ συγκέντρωση τοῦ νοῦ ὅταν τὸ Ἱερὸ Βῆμα εἶναι γεμάτο Λαϊκούς, ὅταν τὸ μικρόφωνο εἶναι διαρκῶς στὸ μυαλό, ὅταν ὁ ἱερεὺς εἶναι διαρκῶς σὲ Συλλείτουργον, ὅταν ὁ Λαός κοιτάζει τὸν Ἱερέα, ὅταν ἡ Ὡραία Πύλη εἶναι διαρκῶς ἀνοιχτή, ἢ ὅταν ἔχει γκρεμιστεῖ τὸ Τέμπλο, ἢ ὅταν ὑπάρχει ἀντι-παραδοσιακό χαμηλό Τέμπλο, ἢ ὅταν ἡ Λειτουργία γίνεται στόν Σολέα, ἔμπροσθεν τοῦ Τέμπλου στὰ πρότυπα τῶν πλανεμένων τῆς Δύσεως, ἢ ὅταν ἡ Λειτουργία γίνεται στὸ προαύλιο ἔξωθεν τοῦ Ναοῦ (!), ἢ ὅταν ὁ Ἱερεύς ἢ ὁ Ἐπίσκοπος -φεῦ τῆς καταπατήσεως τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως καὶ Παρακαταθήκης- τελεῖ τὴν Λειτουργία ὡσάν θέατρον, κατενώπιον τοῦ Λαοῦ (πρόσωπον πρὸς πρόσωπον, ὀφθαλμόν πρὸς ὀφθαλμόν), κατὰ τὸ πρότυπον τοῦ αἱρεσιάρχου Λουθήρου, καὶ τῆς Βʹ Βατικάνειας Συνόδου; Ποὺ πῆγε τό Ὀρθόδοξον κριτήριον, «Ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν»;

22 Ἰωάννου Μ. Φουντούλη, Ἀπαντήσεις εἰς Λειτουργικὰς ἀπορίας, εʹ τόμος, ὅ.π., #553, σ. 200.

23 Ὄχι φυσικά, φέρνοντας στὴν Ἐκκλησία τὴν βιβλιοθήκη του ὁ καθένας, μὲ Ἐγκόλπια, Παρακλητική, κτλ., καὶ διαβάζοντας καὶ ξεφυλλίζοντας ἐν ὥρᾳ Λειτουργίας ὡς ἔχω δεῖ στὸ ἐξωτερικό (ποὺ εἶναι ἐκ δεξιῶν πλάνη), ἀλλά μέσα τους, ἐννοεῖται μυστικῶς, διακριτικῶς, ἀφανῶς.

24 Αὐτὸ τὸ εἶπε ἕνας Ἱερεύς, γιὰ κάποιον ποὺ διάβαζε ἀπὸ βιβλίο ἐν ὥρᾳ Λειτουργίας.

25 Σύμφωνα μὲ τὴν Τυπικήν Διάταξιν βέβαια εἶναι, καὶ πρέπει φυσικὰ νὰ εἶναι, ὡς παρεδόθη.

26 Πρωτοπρ. Στεφάνου Κ. Ἀναγνωστοπούλου, Ἐμπειρίες κατά τήν Θεία Λειτουργία, Πειραιᾶς 2023.

27 Σημαντικότερο θέμα βέβαια εἶναι πόσοι Ἐπίσκοποι, Ἱερεῖς πιστεύουν σήμερα αὐτὲς τὶς ἰστορίες γιὰ τὶς «Ἐμπειρίες κατὰ τὴν Θεία Λειτουργία». Τό 3%;

28 βλ. ἐνωρίτερον, «Τὸ γὰρ, ∆εηθῶμεν, οὐ τοῖς ἱερεῦσι λέγεται μόνον, ἀλλὰ καὶ τοῖς εἰς τὸν λαὸν συντελοῦσιν».

29 «Ἐπειδὴ γάρ τινες τῶν ἔξω τοῦ θυσιαστηρίου ἑστώτων εἰς ἀπορίαν πολλάκις χωροῦσι, γνωσιμαχοῦντες καὶ λέγοντες· Τίς ἄρα ὁ σκοπός, καὶ ἡ τῶν παρὰ τοῦ Ἀρχιερέως ὑποψιθυριζομένων Εὐχῶν ἔννοιά τε καὶ δύναμις; καὶ ἐφίενται εἴδησίν τινα καὶ τούτων καταλαβεῖν, κατὰ τοῦτον οἱ θεῖοι Πατέρες, ὡς ἀνακεφαλαίωσιν πάντων τῶν διὰ τῶν Εὐχῶν αἰτουμένων, τὸν χαρακτήρα ταύτης [τῆς Ὀπισθαμβώνου Εὐχῆς] ἐποιήσαντο, διδάσκοντες τοὺς ἐπιζητοῦντας, ἐκ τοῦ κρασπέδου τὸ ὕφασμα», Ἅγ. Γερμανός Ἀρχιεπ. Κων/πόλεως (640-740), [PG 98, 452C].

30 βλ. Σύγχρονοι (Ἅγιοι) Γέροντες καὶ οἱ Μυστικὲς Εὐχές, [ΠΠ6]. —βλ. «Ὁ Γέροντάς μου Ἰωσὴφ ὁ Ἠσυχαστῆς καὶ Σπηλαιώτης (1897-1959), Γέροντος Ἐφραῖμ Φιλοθεΐτου», ἔκδ. Ἱ.Μ. Ἁγίου Ἀντωνίου Ἀριζόνας, USA, ἔκδοσις θʹ 2019, σ. 160.

31 Ἐξαίρεση, ἡ μυστική, κατὰ διάνοιαν, ἀπαγγελία τοῦ Πιστεύω καὶ τοῦ Πάτερ ἡμῶν ἀπὸ ἕναν ἕκαστον τῶν Πιστῶν, ἢ οἱ μυστικές, κατὰ διάνοιαν ἀποκρίσεις τῶν Πιστῶν (ὁ Ψάλτης ἐκφώνως) στὰ κελεύσματα τοῦ Διακόνου ἢ τοῦ Ἱερέως. Ἀλλά καὶ ἐκεῖ φυσικὰ μπορεῖ νὰ δράσει (φωτίσει) ὁ Θεός στὸν καθένα ξεχωριστά, μυστικά.

32 Ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα: «ἵνα ὧν ἕκαστος ἰδίᾳ αἰτεῖται» [PG 150, 401].

33 Προσευχή τοῦ πιστοῦ Λαοῦ δὲν εἶναι μόνον τὸ μυστικὸν (ἔνδοθεν, ἐσωτερικά, ἄνευ ἐξωτερικῆς φωνῆς) Κύριε ἐλέησον (ὁ Ψάλτης ἐκφώνως), ὡς ἀπόκρισιν στὶς διὰ Προσφωνήσεως Εὐχὲς ποὺ ἐκφωνεῖ ὁ Διάκονος (ἢ ἀπουσίᾳ αὐτοῦ ὁ Ἱερεύς). Προσευχὴ δὲν εἶναι μόνον ἡ προσοχὴ καὶ ἀκρόασις τῶν ψαλλομένων, ἢ ἡ μυστικὴ ἀπόκρισις (ὁ Ψάλτης ἐκφώνως) στὰ κελεύσματα τοῦ Διακόνου ἢ τοῦ Ἱερέως. Προσευχὴ δὲν εἶναι μόνον τὸ μυστικὸν Πάτερ ἡμῶν ἢ Πιστεύω (ὁ Ψάλτης ἐκφώνως). Προσευχὴ δὲν εἶναι μόνον ἡ μυστικὴ εὐχαριστία στὸν Θεόν. Προσευχὴ δὲν εἶναι μόνον τὰ ἑκάστου μυστικὰ αἰτήματα πρὸς τὸν Θεόν. Προσευχὴ δὲν εἶναι μόνον οἱ μυστικὲς Εὐχὲς πρὸς τὸν Θεόν γιὰ τὴν οἰκογένειά μας, τὸν πλησίον, τοὺς Κληρικούς, τοὺς Ψάλτες, τοὺς ἐκκλησιαζομένους, τοὺς ἀσθενεῖς, τοὺς φτωχούς, καὶ ὅσους ἐν ἀνάγκαις, τοὺς φίλους, τοὺς ἐχθρούς, τὴν πατρίδα μας, τὸν κόσμον ὅλον. Εἶναι ὅλα αὐτὰ καὶ ἄλλα πολλά, Χάριτι Θεοῦ. Ἡ προσευχὴ ὡς πρὸς τὴν ποιότητά της εἶναι «συνουσία καὶ ἔνωσις τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεόν» (Κλίμαξ Ὁσίου Ἰωάννου Σιναΐτου, ΚΗʹ).

34 Δηλ. ὁ τελετάρχης Διάκονος, προτρέπει καὶ τὸν Ἱερέα, καὶ τοὺς Πιστούς σὲ παράλληλη, ταυτόχρονη Προσευχή!

35 «Οὕτω καὶ Μωϋσῆς ηὔχετο· διὸ καὶ μηδὲν αὐτοῦ φθεγγομένου, φησὶν ὁ Θεός, Τί βοᾷς πρός με; Ἄνθρωποι μὲν γὰρ ταύτης μόνον ἐπακούουσι τῆς [ἐξωτερικευμένης] φωνῆς. ὁ δὲ Θεὸς πρὸ ταύτης τῶν ἔνδοθεν κραζόντων ἀκούει. [...]», Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, [PG 54, 646].

36 Ἁγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Θὰ σᾶς πῶ... (Ἠχογραφημένες διηγήσεις τοῦ ἁγίου γιὰ τὴν ζωή του), Ἱ. Γυναικεῖον Ἡσυχαστήριον Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος, Μήλεσι 2015, σσ. 470-472.

37 Γεώργιος Ν. Φίλιας, Λειτουργική «Ἡ Θεία Εὐχαριστία (μέχρι τόν 15ο αἰ.)», τ. Βʹ, ἐκδ. Γρηγόρη, 2016, σ. 253.

38 Γεώργιος Ν. Φίλιας, Λειτουργική «Ἡ Θεία Εὐχαριστία (μέχρι τόν 15ο αἰ.)», τ. Βʹ, ὅ.π., σ. 254.

39 Πρβλ. [PG 58, 666], «Καὶ ἡ πρώτη δὲ δέησις ἐλέους γέμει, ὅταν ὑπὲρ τῶν ἐνεργουμένων παρακαλῶμεν· καὶ ἡ δευτέρα πάλιν, ὑπὲρ ἑτέρων τῶν ἐν μετανοίᾳ, πολὺ τὸ ἔλεος ἐπιζητοῦσα· καὶ ἡ τρίτη δὲ πάλιν, ὑπὲρ ἡμῶν αὐτῶν, καὶ αὕτη τὰ παιδία τὰ ἄμωμα τοῦ δήμου προβάλλεται, τὸν Θεὸν ἐπὶ ἔλεον παρακαλοῦντα». Καί, Τὸ ἀθέατον τῆς Ἁγίας Τράπεζας, [ΠΠ12], κεφ. 37.

40 [PG 61, 399].

41 Παν. Ν. Τρεμπέλα, Αἱ Τρεῖς Λειτουργίαι – κατὰ τοὺς ἐν Ἀθήναις κώδικας, ἐκδ. Σωτήρ, 1997, σσ. 61-64.

42 Σὲ ἀναζήτησή μας στό Διαδίκτυο: “The Works of Rev. Joseph Bingham, M.A.”, Vol. 5, 1855, σσ. 193-194: “For that word, Let us pray! is not spoken to the priests only, but also to the people. For when he says, Στῶμεν καλῶς, δεηθῶμεν, Let us stand decently, let us pray! he exhorts all to pray.”

43 Τὸ ψηφιοποιημένο κείμενο εἶναι ἀπὸ τὸ ἐρευνητικό ἔργο «Δρόμοι τῆς πίστης – Ψηφιακή Πατρολογία», Πανεπιστήμιον Αἰγαίου, 2006.

44 Ἕνα λάθος τῶν Δυτικῶν Λειτουργιολόγων, εἶναι ποὺ ἔχουν ξεχωρίσει τὶς ὁμιλίες τοῦ Ἁγ. Ἰω. Χρυσοστόμου στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀπὸ τῆς Ἀντιόχειας, ἐπειδή ἔτσι ἐσοφίσθησαν ὅτι θὰ προωθήσουν καλύτερα τὶς ἐσφαλμένες ἀντιλήψεις τους. Δηλαδή, οἱ Ἐπιστολές τοῦ Ἀποστόλου Παύλου Πρὸς Θεσσαλονικεῖς, δὲν ἀφοροῦν π.χ. τούς Ἀθηναίους ἢ τούς Κορινθίους;

45 Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης μὲ τὸ «Εὐχάς» ἀναφέρεται μόνον στὶς Εὐχὲς διὰ Προσφωνήσεως τῶν Πιστῶν καὶ τῶν Κατηχουμένων. Ἐν προκειμένῳ, στὶς ἐπόμενες σελίδες ἀναφέρεται στὴν ἐκφωνουμένη ἀπὸ τὸν Διάκονο διὰ Προσφωνήσεως Εὐχή ὑπὲρ τῶν Κατηχουμένων. Δὲν ἀναφέρεται στὴν Ἱερατική Εὐχή, ἐπειδὴ ὁ Ἱερέας, παράλληλα καὶ αὐτὸς εὔχεται, καὶ φυσικά μυστικῶς, καθ’ἑαυτόν, ἀφοῦ ὁ Διάκονος ἐκφωνεῖ τὴν Εὐχὴ παράλληλα. Καὶ μάλιστα ὡς θὰ δοῦμε παρακάτω, ὁ Διάκονος μὲ τὸ «Δεηθῶμεν» προτρέπει πρωτίστως τὸν Ἱερέα στὴν (προσ)Εὐχή του! Καὶ μόνο τὸ ὅτι δὲν ἀναλύει Ἱερατική Εὐχή, εἶναι ἰκανὴ ἀπόδειξη ὅτι οἱ Ἱερατικές Εὐχὲς ἦσαν μυστικῶς, καθ’ ἑαυτόν. Τό ἴδιο καὶ ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων στὶς Κατηχήσεις του.

46 Βλ. τὴν ἀνάλυσιν ἔμπροσθεν εἰς τὸ κύριον ἄρθρον.

47 Εὐχή γοῦν καὶ τὰ Διακονικά, ὄχι μόνον οἱ Εὐχὲς τῶν Ἱερέων. Τὰ μὲν Εὐχὴ διὰ Προσφωνήσεως, οἱ δὲ Ἱερατικὲς Εὐχές. Τὰ μὲν ἐκφώνως, οἱ δέ καθ’ἑαυτόν, μυστικῶς, καὶ τὰ δύο παράλληλα, ταυτόχρονα.

48 Ἐννοεῖ δὲν μετέχουν οἱ Κατηχούμενοι στὸ μετὰ τὰ Κατηχούμενα μέρος τῆς Λειτουργίας, «ἐν τῷ καιρῷ τῶν πιστῶν». Καὶ εἶναι ἀπόῤῥητον τὸ Μυστήριον τῆς Θείας Εὐχαριστίας, μυστικῶς τελεῖται (ἡ Ἁγία Ἀναφορά), ἀλλὰ ἀπὸ τὰ ἐκφωνούμενα διὰ τοὺς Πιστοὺς (τὶς προσφωνήσεις, τό Λάβετε, φάγετε, κτλ.) καταλαβαίνει ὁ Πιστός (καὶ μυστικῶς προσεύχεται εἰς) τὴν τέλεσιν τοῦ Μυστηρίου.

49 Ἔννοεῖ ἂν ἔμεινε κανεὶς Κατηχούμενος λάθρα μέσα στὴν Ἐκκλησία δηλαδή, στὸν τόπο τῶν Κατηχουμένων, «ἐν τῷ καιρῷ τῶν Πιστῶν». Ἴσως ἐπίσης νὰ σημαίνει ὅτι σὲ ἐξαιρετικές περιπτώσεις οἱ Κατηχούμενοι στὶς μέρες τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου νὰ ἔμεναν στὴν Ἐκκλησία, στὸν τόπο τῶν Κατηχουμένων, κεχωρισμένως φυσικά τῶν πιστῶν, «ἐν τῷ καιρῷ τῶν πιστῶν».

50 Ἀσφαλῶς ἐννοεῖ τὴν Εὐχήν ποὺ ἀναλύει, καὶ ἀκούει ὁ Λαὸς καὶ οἱ Κατηχούμενοι, ἤτοι τὴν διὰ Προσφωνήσεως Εὐχήν τῶν Κατηχουμένων ποὺ ἐκφωνεῖ ὁ Διάκονος.

51 Ἀσφαλῶς ἐννοεῖ τὴν Εὐχήν ποὺ ἀναλύει, καὶ ἀκούει ὁ Λαὸς καὶ οἱ Κατηχούμενοι, ἤτοι τὴν διὰ Προσφωνήσεως Εὐχήν τῶν Κατηχουμένων ποὺ ἐκφωνεῖ ὁ Διάκονος.

52 Δὲν χρησιμοποιεῖ τὸν σύγχρονο ὄρο «Λειτουργία τῶν Πιστῶν», ἀλλὰ λέει «ἐν τῷ καιρῷ τῶν Πιστῶν».

53 Ἐδὼ ἐννοεῖ αὐτοὺς ποὺ ἀντὶ νὰ προσεύχονται στὴν Ἐκκλησία, ὁμιλοῦν μεταξύ των.

54 Ἀσφαλῶς ἐννοεῖ τὶς διὰ Προσφωνήσεως Εὐχὲς ποὺ ἐκφωνεῖ ὁ Διάκονος.

55 analogion.gr/typikon/liturgy-articles.

56 independent.academia.edu/ΠΔΠ/Liturgical.

Ευχές των Κατηχουμένων (Ευχή διά Προσφωνήσεως, Συναπτή)· Πόσοι προσεύχονται παράλληλα και ταυτόχρονα; Αναφορές Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, και περί Προσευχής στην Λειτουργία
Μέγα μὲν τὸ ἀπερισπάστως προσεύχεσθαι· μεῖζον δὲ καὶ τὸ ψάλλειν ἀπερισπάστως

Επιστροφή στο “Λειτουργικά και Κανονολογικά θέματα”